Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πῦρ+καὶ+φλόγα

  • 1 огонь

    огонь
    м
    1. (пламя) ἡ φωτιά, τό πῦρ, ἡ φλόγα·
    2. (освещение, свет) τό φως:
    работать при огне ἐργάζομαι μέ φως· зажигать \огонь ἀνάβω φῶς· гасить \огонь σβήνω τό φως·
    3. мн. огни́ (светящиеся точки) τά φώτα:
    сигнальные огии́ τά συνθηματικά (или διακριτικά) φῶτα·
    4. воен. τό πῦρ, τά πυρά:
    артиллерийский \огонь τό πῦρ τοῦ πυροβολικοῦ, τό κανονίδι· пулеметный \огонь τά πυρά πολυβόλων, ὁ πολυβολισμός· ружейный \огонь τό τουφεκίδι· заградительный \огонь τό μπαράζ, ὁ φραγμός πυρός· перекрестный \огонь τά διασταυρούμενα πυρά· прицельный \огонь ἡ σκοπευτική βολή· под огнем ὑπό τά πυρά· открывать \огонь ἀνοίγω πυρά· прекращать \огонь παύω τό πῦρ·
    5. перен ἡ φλόγα, ἡ φωτιά:
    его глаза горят огнем τά μάτια του βγάζουν φλόγες· ◊ огнем и мечом διάπυρος καί σιδήρου· между двух огней μεταξύ δύο πυρών нет дыма без огия погов. δέν ὑπάρχει καπνός χωρίς φωτιά· из огня да в полымя погов. ἀπό τό κακό στό χειρότερο· пройти́ \огонь и воду (и медные тру́бы) разг διέρχομαι διά πυρός καί σιδήρου· подлить масла в \огонь разг ρίχνω λάδι στή φωτιά· играть с огнем παίζω μέ τή φωτιά· днем с огнем не найдешь εἶναι ἀδύνατο νά βρῶ κάτι· пойти́ за кого-л. в \огонь и воду ρίχνομαι στή φωτιά γιά κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > огонь

  • 2 огонь

    огня α.
    1. (μόνο στον ενκ.) φωτιά, πυρ, πυρά•

    развести огонь ανάβω φωτιά•

    сгореть в -έ καίγομαι στη φωτιά•

    греться у огня ζεσταίνομαι στη φωτιά.

    || μτφ. αίσθημα δυνατό, φλόγα•

    он зажг ему огонь в грудь, в сердце αυτός του άναψε φλόγα στο στήθος,στην καρδιά.

    || μτφ. ένθερμος ζήλος, ζέση, θέρμη.
    2. φως•

    зажечь огонь ανάβω το φως•

    погасить огонь σβήνω το φως•

    светит огонь φέγγει το φως.

    || πλθ. -и τα φώτα. || μτφ. λάμψη•

    его глази горят -м τα μάτια του πετούν φλόγες.

    3. (στρατ.) πυρ•

    огонь открыть огонь ανοίγω πυρ•

    прекратить огонь σταματώ το πυρ ή τα πυρά•

    перекрстный огонь διασταυρωμένα πυρά•

    сосредоточенный огонь συγκεντρωτικά πυρά•

    заградительный огонь φραγμός πυρών•

    артиллерийский огонь πυρά πυροβολικού•

    шквильный огонь καταιγισμός πυρών•

    греческий огонь ελληνικό ή υγρό πυρ•

    линия -я γραμμή πυρός огонь! πυρ! (παράγγελμα).

    εκφρ.
    α) στην κάψα, στη φλόγα, στη φωτιά (για κατάσταση)• голова в - – καίει το κεφάλι•
    β) στη μάχη•
    в огонь и в воду готов – έτοιμος για τη φωτιά (αυτοθυσία)•
    из -я да в полымя – από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη•
    между двух -ей – μεταξύ δύο πυρών•
    - м и мечом – με τη φωτιά και το σίδερο, δια πυρός και σιδήρου•
    боиться как -я – φοβάμαι σαν ο διάβολος το λιβάνι•
    пройти огонь и воду (и ме-дныв трубы) – περνώ από το καμίνι της ζωής,υποφέρω πολλά.

    Большой русско-греческий словарь > огонь

См. также в других словарях:

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • φωτιά — η, Ν [φως, φωτός] 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός με καύση, πυρ 2. φλόγα 3. πυρκαγιά, εμπρησμός 4. μτφ. μάχη, πόλεμος 5. φρ. α) «βάζω φωτιά» i) πυρπολώ ii) μτφ. προκαλώ καβγά β) «φωτιά που μάς έκαψε» μάς βρήκε μεγάλη συμφορά γ) «βάζω… …   Dictionary of Greek

  • εξανάπτω — και ξανάβω και ξανάφτω (AM έξανάπτω) 1. ανάβω ζωηρή φλόγα, φουντώνω («ἧς δὴ μελείης καὶ πῡρ... ἐξανάπτεται», Ευστ.) 2. μτφ. (για πάθος) ερεθίζω, φουντώνω, φλογίζω την ψυχή 3. αναζωπυρώνω, αναζωογονώ 4. παθ. γίνομαι ζωηρός, παράφορος, φλογερός αρχ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

  • πυροσβεστήρας — Συσκευή κατάλληλη για την κατάσβεση πυρκαγιάς περιορισμένης έκτασης. Χρησιμοποιούνται σήμερα π. σε διαφόρους τύπους και διαστάσεις, προσαρμοσμένοι για διάφορες συνθήκες περιβάλλοντος και για διαφορετικά καιόμενα υλικά. Η δράση τους, σε όλους τους …   Dictionary of Greek

  • πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • VESEVUS — qui et Vesvius et Vesuvius, mons celeberrimus, et ignivomus Campaniae Nolae vicinus, inter Neapolim et Stabias 8. mill. pass. agros habens mirae fertilitatis praeterquam in solo cacumine, ubi planitiem habet magnam, fructum omnino nullam ferentem …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πυρκαϊά — η, ΝΜΑ, και πυρκαγιά Ν, και πυρκαιά και ιων. τ. πυρκαϊή και πυρκαά Α φωτιά που κατακαίει μεγάλη έκταση, που εκτείνεται σε μεγάλο χώρο («πυρκαγιά τού δάσους») αρχ. 1. ο τόπος τής νεκρικής πυράς 2. εμπρησμός, πυρπόληση 3. υπολείμματα φωτιάς 4. μτφ …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»