-
1 стенд
1. тех. η εξέδρα· - для испытаний двигателей το δοκιμαστήριο/η κλίνη των κινητήρων 2. (щит, на котором выставляются для обозрения какие-л. экспонаты) о πίνακ/ας, το πλαίσιοрекламный - διαφημιστικόςстенка το τοιχίο, το τοίχωμα- балки η ψυχή, ο κορμός σιδηροδοκούпричальная - το κρηπίδωμα, η προκυμαίαη αποβάθρα, ο προβλήτας/η προβλήταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стенд
См. также в других словарях:
πίνακ' — πίνακα , πίναξ board masc acc sg πίνακι , πίναξ board masc dat sg πίνακε , πίναξ board masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωρακίς — θωρακίς, ίδος, ἡ (Α) θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ + υποκορ. κατάλ. ίς (πρβλ. λειμακ ίς, πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
καλαθίσκιον — και καλαθίσκον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καλαθίσκος) μικρό καλάθι*, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + ίσκιον (< ίσκος + ιον), πρβλ. καδ ισκιον, πινακ ίσκιον] … Dictionary of Greek
κιστίς — κιστίς, ίδος και κίστεως, ἡ (Α) μικρό κιβώτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. is (πρβλ. θυρ ίς, πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… … Dictionary of Greek
πλινθηδόν — ΜΑ μσν. (για είδος γραφής) με γράμματα διατεταγμένα σε μορφή επιμήκους ορθογωνίου αρχ. κατά τον τρόπο και το σχήμα πλίνθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πινακ ηδόν)] … Dictionary of Greek
ποτηρίδιον — τὸ, Α υποκορ. μικρό ποτήρι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. πινακ ίδιον)] … Dictionary of Greek
πυργίς — ίδος, ἡ, Α δωμάτιο όπου φυλάσσονται τα σκεύη, σκευοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
πυρσουρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ το πυρσούριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσουρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
ρυμίς — ίδος, ή, ΜΑ υποκορ. τού ρύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
σαγίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek