-
1 πορνος
ὁ развратник, блудник Arph., Xen., NT. -
2 πόρνος
ὁ πόρνος блудник, распутник -
3 πόρνος
{сущ., 10}блудник, любодей, развратник.Ссылки: 1Кор. 5:9-11; 6:9; Еф. 5:5; 1Тим. 1:10; Евр. 12:16; 13:4; Откр. 21:8; 22:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πόρνος
-
4 πόρνος
{сущ., 10}блудник, любодей, развратник.Ссылки: 1Кор. 5:9-11; 6:9; Еф. 5:5; 1Тим. 1:10; Евр. 12:16; 13:4; Откр. 21:8; 22:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πόρνος
-
5 πόρνος
ο развратник -
6 πόρνος
блудник, любодей, развратник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόρνος
-
7 πόρνος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόρνος
-
8 εθελοπορνος
-
9 4205
{сущ., 10}блудник, любодей, развратник.Ссылки: 1Кор. 5:9-11; 6:9; Еф. 5:5; 1Тим. 1:10; Евр. 12:16; 13:4; Откр. 21:8; 22:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4205
См. также в других словарях:
πόρνος — catamite masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνος — ο, ΝΜΑ 1. άνδρας που προσφέρει το σώμα του για σαρκική απόλαυση έναντι χρηματικής αμοιβής, κίναιδος, πούστης 2. ακόλαστος, ασελγής, ανήθικος, διεφθαρμένος αρχ. 1. ο ενεργητικώς ομοφυλόφιλος 2. ειδωλολάτρης νεοελλ. 3. (για γυναίκα, με επιτατ.… … Dictionary of Greek
πόρνος — ο άντρας ακόλαστος, ασελγής, κίναιδος, αλλ. πούστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρνοι — πόρνος catamite masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνοις — πόρνος catamite masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνον — πόρνος catamite masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνου — πόρνος catamite masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνους — πόρνος catamite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνων — πόρνος catamite masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνῳ — πόρνος catamite masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόπορνος — ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α) 1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος 2. έφιππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)] … Dictionary of Greek