-
1 πορνη
ἡ продажная женщина, блудница Arph. etc. -
2 πόρνη
ἡ πόρνη блудница -
3 πόρνη
{сущ., 12}блудница, проститутка, развратница.Ссылки: Мф. 21:31, 32; Лк. 15:30; 1Кор. 6:15, 16; Евр. 11:31; Иак. 2:25; Откр. 17:1, 5, 15, 16; 19:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πόρνη
-
4 πόρνη
{сущ., 12}блудница, проститутка, развратница.Ссылки: Мф. 21:31, 32; Лк. 15:30; 1Кор. 6:15, 16; Евр. 11:31; Иак. 2:25; Откр. 17:1, 5, 15, 16; 19:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πόρνη
-
5 πόρνη
блудницаπόρνῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόρνη
-
6 πόρνῃ
[с] блудницеюπόρνηΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόρνῃ
-
7 πόρνη
η проститутка -
8 πόρνη
блудница, проститутка, развратница.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πόρνη
-
9 πόρνη
[порни] ουσ θ проститутка. -
10 πορνευτρια
ἡ Arph. = πόρνη См. πορνη -
11 πορνιδιον
-
12 διψας
-
13 φορβας
-
14 4204
{сущ., 12}блудница, проститутка, развратница.Ссылки: Мф. 21:31, 32; Лк. 15:30; 1Кор. 6:15, 16; Евр. 11:31; Иак. 2:25; Откр. 17:1, 5, 15, 16; 19:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4204
См. также в других словарях:
πόρνη — harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνῃ — πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… … Dictionary of Greek
πόρνη — η 1. γυναίκα που παραδίνεται με αμοιβή σε άντρες. 2. μτφ., γυναίκα ανήθικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρναι — πόρνη harlot fem nom/voc pl πόρνᾱͅ , πόρνη harlot fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνηι — πόρνῃ , πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο … Dictionary of Greek
πορνέων — πόρνη harlot fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνῶν — πόρνη harlot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρναις — πόρνη harlot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρναισι — πόρνη harlot fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)