Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πόλις

  • 1 город

    город
    м ἡ πόλη, ἡ πόλις:
    большой \город ἡ μεγαλούπολη· главный \город ἡ κυριώτερη πόλη· провинциальный \город ἡ ἐπαρχιακή πόλη· портовый \город τό λιμάνι· в черте́ \города στά πλαίσια τής πόλης· в \городе, по *-у στήν πόλη· поехать за город πηγαίνω στήν ἐξοχή· за городом στήν ἐξοχή, στά προάστεια.

    Русско-новогреческий словарь > город

  • 2 нижний

    ни́жн||ий
    прил κατώτερος:
    \нижнийяя ступенька τό κάτω σκαλί, τό τελευταίο σκαλοπάτι· \нижнийяя часть города ἡ κάτω πόλις· \нижнийее течение реки́ ὁ κάτω ρους τοῦ ποταμού· \нижний этаж τό ϊσόγειο[ν]· \нижнийяя палуба τό ὑπόφραγμα· \нижнийее белье τά ἐσώρ-ρουχα· \нижнийяя юбка ἡ μεσόφουστα, τό με-σοφόρι· ◊ \нижнийяя палата полит ἡ κάτω Βουλή.

    Русско-новогреческий словарь > нижний

  • 3 фабричный

    фабри́чн||ый
    1. прил τής φάμπρικας, ἐργοστασιακός, τοῦ ἐργοστασίου:
    \фабричныйая марка ἡ ἐργοστασιακή μάρκα, τό σήμα τοῦ ἐργοστασίου· \фабричный гудок ἡ σειρήνα (или σφυρίχτρα) ἐργοστασίου·
    2. прил (промышленный) βιομηχανικός:
    \фабричный город ἡ βιομηχανική πόλις· \фабричныйое производство ἡ βιομηχανική παραγωγή· \фабричныйым способом βιομηχανικά [-ῶς]·
    3. м уст. ὁ ἐργάτης τής φάμπρικας.

    Русско-новогреческий словарь > фабричный

См. также в других словарях:

  • Πόλις — Πόλῑς , Πόλις city fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Πόλις city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλις — πόλῑς , πόλις city fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πόλις city fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλις καὶ νόμος, χώμη καὶ ἔθος. — πόλις καὶ νόμος, χώμη καὶ ἔθος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πόλις καὶ τύπος. — πόλις καὶ τύπος. См. Что город, то норов, что деревня, то обычай …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πόλις — Αρχαία ελληνική πόλη στην Οζολαία Λοκρίδα, που την κυρίευσε, το 426 π.Χ., ο Ευρύλοχος, στρατηγός της Σπάρτης και την υποχρέωσε να συμμαχήσει με τη Σπάρτη εναντίον των Αθηναίων. * * * η, ΝΑ βλ. πόλη …   Dictionary of Greek

  • Οὐχ ἡ πόλις σου το γένος εὐγενὲς ποιεῖ… — См. Не место человека красит, но человек место …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πτόλει — πόλις city fem nom/voc/acc dual (attic epic) πτόλεϊ , πόλις city fem dat sg (epic) πόλις city fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόλει — Πόλις city fem nom/voc/acc dual (attic epic) Πόλεϊ , Πόλις city fem dat sg (epic) Πόλις city fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλει — πόλις city fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) πόλεϊ , πόλις city fem dat sg (epic doric ionic) πόλις city fem dat sg (attic epic doric ionic) πολέω go about pres imperat act 2nd sg (attic epic) πολέω go about imperf ind act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλεις — πόλις city fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) πόλις city fem nom/acc pl (attic epic doric ionic) πόλις city fem nom pl (attic epic ionic) πολέω go about imperf ind act 2nd sg (attic epic) πολύς many masc nom/acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτόλι — πόλις city fem voc sg (epic) πτόλῑ , πόλις city fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»