См. также в других словарях:
Πίτ — (Pitt). Επώνυμο 2 Άγγλων πολιτικών. 1. Γουίλιαμ (Γουεστμίνστερ 1708 – Χέιζ, Κεντ 1778). Στα 40 χρόνια της πολιτικής του δράσης, που συνοδευόταν από τη θερμή και πολλές φορές ενθουσιώδη λαϊκή συμπαράσταση, η Μεγάλη Βρετανία αναπτύχθηκε σε μεγάλη… … Dictionary of Greek
Πιτ-Ρίβερς, Όγκαστ Χένρι — (Pitt Rivers, 1826 – 1900). Ψευδώνυμο του Βρετανού αρχαιολόγου Λεκν Φοξ. Ο Π. Ρ. διεύθυνε πολυάριθμες ανασκαφές στην Αγγλία και την Ουαλία, ιδιαίτερα στο διάστημα 1880 1900 και εξερεύνησε κυρίως υπολείμματα αρχαίων οικισμών. Τελειοποίησε τις… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Κάνινγκ, Τζορτζ — (George Canning, Λονδίνο 1770 – 1827). Άγγλος πολιτικός. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και ανατράφηκε από έναν θείο του, φανατικό Ουίγο, γεγονός που του προσέδωσε τη φήμη ιακωβίνου και αντιαριστοκράτη· οι υπερβολές, όμως, της Γαλλικής… … Dictionary of Greek
Πίτσμπουργκ — (Pittsburgh). Πόλη των ανατολικών Ηνωμένων Πολιτειών στη δυτική Πενσυλβανία. Βρίσκεται 530 χλμ. στα Δ της Νέας Υόρκης, στη συμβολή των ποταμών Αλέγκενι και Μονονγκαχίλα, που σχηματίζουν μαζί τον ποταμό Οχάιο. Το Π., που διαιρείται σε τρία… … Dictionary of Greek
πίτυλος — ον, Α μανιώδης, παράφορος, παράφρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. πίτυλος* με σημ. «μανία, πάθος, λύσσα» ως επίθ.]. ο, ΝΑ νεοελλ. ο ήχος που προκαλείται από τη σύγκρουση βραχέων κυμάτων μεταξύ τους ή πάνω στο κύτος τού πλοίου ή πάνω στην ακτή, κν. αναμόμολα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σακραμέντο — (Sacramento). Πόλη (369.365 κάτ.) των δυτικών ΗΠΑ, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας της Καλιφόρνιας. Η Σ. είναι επίσης σπουδαίο λιμενικό κέντρο μετά το άνοιγμα της διώρυγας που συνδέει την πόλη με τη Ρίο Βίστα, η οποία βρίσκεται κοντά στις… … Dictionary of Greek
Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen … Deutsch Wikipedia
αυτοκινητοδρόμιο — Συγκρότημα μόνιμων εγκαταστάσεων, που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για τη διεξαγωγή αγώνων αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Το α. αποτελείται από έναν στίβο (πίστα), που συνδέεται και συμπληρώνεται: καμιά φορά από ένα σιρκουί σε δημόσιο δρόμο… … Dictionary of Greek
κάμπινγκ — (αγγλ. camping). Είδος τουρισμού κατά το οποίο η εγκατάσταση γίνεται σε σκηνές, τροχόσπιτα και άλλα κινητά καταλύματα για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος χρησιμοποιείται διεθνώς, τόσο για τον τρόπο όσο και για τον χώρο διαμονής. Η… … Dictionary of Greek