Перевод: с английского на греческий

с греческого на английский

πόλτος

  • 1 pulp

    πολτός

    English-Greek new dictionary > pulp

  • 2 paste

    [peist]
    1) (a soft, damp mixture, especially one made up of glue and water and used for sticking pieces of paper etc together.) πολτός/αλοιφή,κόλλα
    2) (a mixture of flour, fat etc used for making pies, pastry etc.) ζύμη
    3) (a mixture made from some types of food: almond paste.) αλοιφή,πολτός

    English-Greek dictionary > paste

  • 3 mush

    (something soft and wet: The potatoes have turned to mush after being boiled for so long.) πολτός,χυλός

    English-Greek dictionary > mush

  • 4 pulp

    1. noun
    1) (the soft, fleshy part of a fruit.) σάρκα φρούτου
    2) (a soft mass of other matter, eg of wood etc from which paper is made: wood-pulp.) πολτός
    2. verb
    (to make into pulp: The fruit was pulped and bottled.) πολτοποιώ

    English-Greek dictionary > pulp

  • 5 purée

    ['pjuərei, ]( American[) pju'rei]
    (any of several types of food made into a soft pulp: tomato purée.) πολτός

    English-Greek dictionary > purée

  • 6 pap

    1) κουρκούτι
    2) πολτός

    English-Greek new dictionary > pap

См. также в других словарях:

  • πόλτος — porridge masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολτός — ο, ΝΑ, πόλτος, Α 1. ουσία ή μάζα μαλακή και υδαρής 2. χυλός, κουρκούτι νεοελλ. 1. (χημ. τεχνολ. τροφ.) αιώρημα, λίγο πολύ μεγάλων τεμαχίων μιας ουσίας σε ένα υγρό έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ιξώδης ρευστή μάζα 2. χημ. ονομασία διαλυμάτων… …   Dictionary of Greek

  • πόλτος — ὁ, Α βλ. πολτός …   Dictionary of Greek

  • πολτός — ο μάζα μαλακή, χυλός: Πολτός ντομάτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βορδιγάλιος πολτός — Μείγμα διάλυσης σε νερό θειικού χαλκού και ασβεστίου που χρησιμοποιείται ως αντικρυπτογαμικό στη γεωργία. Παρασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1882 στο Μπορντό (Βορδίγαλα) της Γαλλίας, απ’ όπου πήρε και την ονομασία του. Ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • πόλτοι — πόλτος porridge masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτοις — πόλτος porridge masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτον — πόλτος porridge masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτου — πόλτος porridge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτους — πόλτος porridge masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόλτων — πόλτος porridge masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»