Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
πυρέττειν — πυρέσσω to be feverish pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαιριώ — μαιριῶ, άω (Α) [Μαίρα] (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) α) «μαιριῆν τὸ κακῶς ἔχειν» β) «μαιριῆν ὀχλεῑσθαι, πυρέττειν» … Dictionary of Greek