Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Английский
πυρ-όομαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
οστρακώ — ὀστρακώ όω (Α) [όστρακον] 1. θρυμματίζω, κάνω κάτι θρύψαλα, μεταβάλλω σε μικρά τεμάχια σαν θρύψαλα σπασμένου αγγείου 2. κάνω κάτι σκληρό σαν όστρακο («τὸ δε πῡρ... καὶ δέρμα καίει καὶ ὀστρακοῑ», Αριστοτ.) 3. στρώνω μια επιφάνεια με ασβεστοκονίαμα … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek