-
1 бедняцкий
бедн||яцкийприл φτοῦχοαγροτικός, πτωχικός. -
2 Beggarly
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beggarly
-
3 Mendicant
subs.——————adj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mendicant
См. также в других словарях:
πτωχικός, -ή, -ό — και φτωχικός, ή και ιά, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε φτωχό. 2. το ουδ. ως ουσ., το πτωχικό σπίτι, κατάλυμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτωχικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχικός — ή, όν, Ν βλ. φτωχικός … Dictionary of Greek
πτωχικά — πτωχικός of neut nom/voc/acc pl πτωχικά̱ , πτωχικός of fem nom/voc/acc dual πτωχικά̱ , πτωχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχικώτερον — πτωχικός of adverbial comp πτωχικός of masc acc comp sg πτωχικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχικῶν — πτωχικός of fem gen pl πτωχικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχικόν — πτωχικός of masc acc sg πτωχικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχικοῖς — πτωχικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχικοῦ — πτωχικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχικῆς — πτωχικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτωχική — πτωχικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)