-
1 πτερυξ
1) крыло Hom., Hes., Her. etc.2) плавник(αἱ πτέρυγες τῶν ἰχθύων Arst.)
3) ласт(αἱ πτέρυγες τῶν φωκῶν Arst.)
4) придаток, щупальце Arst.5) ( у панциря) обшивка Xen.6) оборка, пола7) (широкий) клинок(τῆς κοπίδος Plut.)
8) весло Soph.9) прикрытие, защита, оплот(Εὐβοίης π. Eur.)
10) досл. полет, перен. звучание(πτέρυγες γόων Soph.)
11) птица(ἀπὸ πτερύγων καὴ θηρῶν Anth.)
-
2 πτέρυξ
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πτέρυξ
-
3 πτέρυξ
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πτέρυξ
-
4 πτέρυξ
крыло.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πτέρυξ
-
5 πτέρυξ
крыло, перо -
6 ανθοφυης
-
7 γυπινος
-
8 δρομαιος
3 и 21) бегущий, мчащийся(λαγώς Xen.)
ἴχνη δρομαῖα Xen. — следы бегущего зверя;δ. κάμηλος Plut. — дромадер;δ. βάς Soph. — прибежавший2) быстрый, проворный(πῶλος Eur.; νεφέλη, πτέρυξ Arph.)
3) покровительствующий беговым состязаниям(Ἀπόλλων Plut.)
-
9 ελαχυπτερυξ
-
10 4420
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4420
См. также в других словарях:
πτέρυξ — wing fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυξ — υγος, ἡ, ΜΑ βλ. πτέρυγα … Dictionary of Greek
πτερύγεσιν — πτέρυξ wing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερύγεσσι — πτέρυξ wing fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερύγεσσιν — πτέρυξ wing fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερύγοιν — πτέρυξ wing fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερύγων — πτέρυξ wing fem gen pl πτερυγόω fly imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πτερυγόω fly imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυγα — πτέρυξ wing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυγας — πτέρυξ wing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυγε — πτέρυξ wing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυγες — πτέρυξ wing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)