-
1 προθυμος
21) желающий, стремящийся(πυθέσθαί τι Her.)
ὧν π. ἦσθ΄ ἀεί Soph. — (священные места), к которым ты всегда стремился2) склонный(εἴς, ἐπὴ и πρός τι Thuc., Arph., Xen., Plat. etc.)
3) (хорошо) расположенный, благосклонный, преданный(τινι и εἴς τινα Xen., Soph.; εἰς τέν πόλιν Lys.)
4) смелый, храбрый(ἀνδρώδης τῇ ψυχῇ καὴ π. Plut.)
5) бодрый(τὸ πνεῦμα NT.)
-
2 πρόθυμος
-
3 πρόθυμος
{прил., 3}усердный, готовый, желающий, стремящийся.Ссылки: Мф. 26:41; Мк. 14:38; Рим. 1:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρόθυμος
-
4 πρόθυμος
{прил., 3}усердный, готовый, желающий, стремящийся.Ссылки: Мф. 26:41; Мк. 14:38; Рим. 1:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πρόθυμος
-
5 πρόθυμος
усердный, готовый, желающий, стремящийся.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πρόθυμος
-
6 πρόθυμος
πρό|θυμος, ον усердный, готовый действовать -
7 πρόθυμος
2 готовый, усердный -
8 πρόθυμος
[протимос] επ рьяный, делающий что-либо с готовностью, с охотой. -
9 απροθυμος
2нерасположенный, недоброжелательно настроенный, не имеющий охоты(Her., Thuc., Xen.; πρός τι Plut.)
-
10 ευθαρσης
21) бесстрашный, смелый(ἥβη HH.; Δαναός Aesch.; Ὀρέστης Eur.; ἐν τοῖς δεινοῖς Xen., Arst.; πρὸς κίνδυνον Diod.; εὐ. καὴ πρόθυμος Plut.)
2) нестрашный, не внушающий страха, не представляющий опасностиτὰ εὐθαρσῆ Xen. — безопасные места
-
11 νεαλης
21) молодой, юный, бодрый(ἀκμαῖος καὴ ν. Polyb.; ν. καὴ πρόθυμος Plut.)
2) свежий, не измученный(ἵππος Xen.)
3) свежий, не подвергшийся разложению(νεκρός Luc.)
4) неопытный Luc. -
12 διατελώ
(ε) (αόρ. διετέλεσα) αμετ. быть, пребывать;διατελώ εν αγνοία — пребывать в неведении;
διετέλεσε δήμαρχος он раньше был мэром;διατελώ πρόθυμος — остаюсь готовый к услугам...;
διατελώ όλώς υμέτερος — остаюсь преданный вам...;
διατελώ μεθ' υπολήψεως ( — или διατελώ μετά τιμής) — с совершеннейшим к вам почтением
-
13 εξυπηρετώ
(ε) μετ.1) обслуживать;εξυπηρετώ τούς πελάτες — обслуживать покупателей;
τό μετρό εξυπηρετεί πολύ — метро очень удобный вид транспорта;
2) оказывать услугу, помощь, услуживать;πρόθυμος να σας εξυπηρετήσω — готовый к услугам, к Вашим услугам (в письме)
-
14 πρόφρων
(-όνος), ων, ον см. πρόθυμος -
15 4289
{прил., 3}усердный, готовый, желающий, стремящийся.Ссылки: Мф. 26:41; Мк. 14:38; Рим. 1:15.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4289
См. также в других словарях:
πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός … Dictionary of Greek
πρόθυμος — πρόθῡμος , πρόθυμος ready masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόθυμος — η, ο αυτός που έχει, δείχνει προθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προθυμότερον — προθῡμότερον , πρόθυμος ready adverbial comp προθῡμότερον , πρόθυμος ready masc acc comp sg προθῡμότερον , πρόθυμος ready neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
παρορμώ — (I) παρορμῶ, άω, ΝΜΑ [ορμώ] παρακινώ, προτρέπω, παροξύνω (α. «τόν παρορμά να ασχοληθεί με την πολιτική» β. «λόγοι παρορμῶντες εἰς τὸ ἀγαθόν», Ξεν. γ. «παρορμᾱν εἰς ἀκολασίαν», Πλούτ.) αρχ. 1. έχω πρόθυμη διάθεση, είμαι πρόθυμος 2. παθ. παρορμῶμαι … Dictionary of Greek
προθυμία — η, ΝΜΑ και προθυμιά Ν [πρόθυμος] ευμενής διάθεση, καλή θέληση, στάση που εμπνέεται από ζήλο (α. «όταν τόν είχα ανάγκη μέ βοήθησε με προθυμία» β. «μηδὲν ἀπολείπειν προθυμίας», Πλάτ.) νεοελλ. (στον τ. προθυμιά) (για φυτά) ορμή για βλάστηση αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
προθυμερός — ά, ό, Ν (στον Ερωτόκρ.) αυτός που δείχνει προθυμία, πρόθυμος επίρρ... προθυμερά με προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθυμος + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός)] … Dictionary of Greek
προθυμούμαι — έομαι, ΜΑ [πρόθυμος] είμαι πρόθυμος, έτοιμος να κάνω κάτι που πρέπει ή που μού ζητήθηκε («ἐὰν τις ἐν τῇ πόλει προθυμῆται χρηστός εἶναι», Λυσ.) μσν. ενθαρρύνω αρχ. 1. ενεργώ με ζήλο υπέρ κάποιου 2. είμαι εύθυμος, είμαι σε καλή διάθεση … Dictionary of Greek
προθυμώ — άω, Ν [πρόθυμος] (στον Ερωτόκρ.) είμαι πρόθυμος … Dictionary of Greek
υπερπροθυμούμαι — έομαι, ΜΑ (αποθ.) κατέχομαι από σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + προθυμοῦμαι «είμαι πρόθυμος, ενεργώ με ζήλο» (< πρόθυμος)] … Dictionary of Greek