Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

πρὸς+πᾶν

  • 1 честь

    чест||ь
    ж ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψη [-ις]:
    дело (долг) \честьи τό ζήτημα (то καθήκον) τιμής· суд \честьи τό δικαστήριο τιμής· задеть (затронуть) чью-л, \честь θίγω τήν τιμή κάποιου· ◊ кляну́сь \честьью! ὁρκίζομαι στήν τιμή μου!· в \честь кого-л. προς τιμήν κάποιου· быть в \честьи́ у кого́-л. χαίρω τής ἐκτιμήσεως κάποιου· к \честьи его́ надо сказать προς τιμήν του πρέπει νά είπω-θεΐ· это делает ему́ \честь αὐτό τόν τιμᾶ· оказать \честь кому́-л. τιμώ κάποιον сделайте мне \честь пообедать у меня κάνετε μου τήν τιμή νά γευματίσετε στό σπίτι μου· я считаю за \честь θεωρώ τιμή[ν] μου· иметь \честь ἔχω (или (λαμβάνω) τήν τιμήν не имею \честьи знать δέν ἔχω τήν τιμή νά γνωρίζω· на его́ долю выпала \честь τοῦ ἔλαχε ἡ τιμή· отдавать \честь воен. ἀπονέμω (τάς) τιμάς· пора и \честь знать μή βγαίνεις ἀπό τά ὅρια, πᾶν μέτρον ἄριστον просить \честь ью παρακαλώ μέ τό καλό.

    Русско-новогреческий словарь > честь

  • 2 идти

    идти
    несов
    1. πηγαίνω, πάω, μεταβαίνω/ βαδίζω (шагать) / ἔρχομαι (от-куда-л.):
    \идти вперед προχωρώ· \идти назад ὁπισθοχωρώ· \идти за чем-л. ἀκολουθώ κάποιον \идти медленно (быстро) βαδίζω ἀργά (γρήγορα)· \идти в ногу συμβαδίζω, δέν μένω πίσω· \идти гуськом πηγαίνω σέ φάλαγγα κατ' ἄνδραν \идти домой πηγαίνω στό σπίτι· \идти из дому ἔρχομαι ἀπό τό σπίτι· \идти пешком πηγαίνω πεζός, πάω μέ τά πόδια· \идти в школу πηγαίνω σχολείο· \идти по дороге πηγαίνω στό δρόμο·
    2. (отправляться) ξεκινώ, φεύγω, ἀναχωρώ:
    поезд идет в два часа дня τό τραίνο φεύγει στίς δύο τό ἀπόγευμα· пароход идет через час τό ἀτμόπλοιον ἀναχωρεί μετά μία ὠρα· \идти гулять πηγαίνω περίπατο·
    3. (приближаться):
    поезд идет τό τραίνο φτάνει· весна идет ἐρχεται ἡ ἄνοιξη·
    4. (пролегать) ὁδηγώ, διέρχομαι, περνώ / ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, ἐξαπλώνομαι (простираться):
    эта дорога идет к городу αὐτός ὁ δρόμος ὁδηγεί στήν πόλη·
    5. (выходить, выделяться) βγαίνω, τρέχω:
    пар (дым) идет βγαίνει ἀτμός (καπνός)· вода идет из крана τό νερό τρέχει ἀπ' τή βρύση· кровь идет τρέχει αίμα· от цветов идет сильный запах τά λουλούδια ἀναδίνουν δυνατή μυρωδιά·
    6. (об осадках) πέφτω, πίπτω:
    идет снег πέφτει χιόνι, χιονίζει· идет дождь πέφτει βροχή, βρέχει·
    7. (о времени) περνώ:
    дни идут быстро οἱ μέρες περνοῦν γρήγορα· ему́ идет пятый год περπατάει στά πέντε, εἶναι πέντε χρονών
    8. (происходить) γίνομαι, λαμβάνω χώραν, συνεχίζομαι:
    иду́т переговоры γίνονται διαπραγματεύσεις· идут уроки γίνονται μαθήματα·
    9. (поступать) είσέρχομαι, μπαίνω, πηγαίνω:
    \идти на военную слу́жбу μπαίνω στό στρατό· \идти в институ́т μπαίνω στό Ίνστιτοῦτο·
    10. (находить сбыт) πουλιέμαι:
    товар не идет τό ἐμπόρευμα δέν πουλιέται (или δέν Εχει ζήτηση)·
    11. (о механизмах) δουλεύω, πηγαίνω:
    как иду́т ваши часы? πῶς πηγαίνει τό ὠρολόγι σας;·
    12. (употребляться) ἀπαιτοῦμαι, χρειάζομαι:
    на это платье идет шесть метров γι ' αὐτό τό φόρεμα χρειάζονται ἔξι μέτρα ὑφασμα· тряпье идет на изготовление бумаги τά κουρέλια πηγαίνουν διά τήν κατασκευή χαρτιοῦ·
    13. (быть к лицу) πηγαίνω, ταιριάζω, ἀρμόζω (προς):
    шляпа не идет мне τό καπέλλο δέν μοῦ πηγαίνει·
    14. (о спектакле, кино и т. п.) παίζομαι:
    сегодня идет «Пиковая дама» σήμερον παίζεται ἡ «Ντάμα Πίκα»·
    15. (в игре) παίζω, κάνω κίνηση:
    вам \идти ἡ σειρά σας νά παίξετε· \идти с десятки ἀνοίγω μέ τό δεκάρι· \идти пешкой κινώ πιόνι· ◊ \идти на-, перекор ἐνεργώ στό πείσμα, ἀντίθετα· \идти наудачу πηγαίνω στήν τύχη (или στά κουτουροῦ)· \идти вразрез с чем-л. πηγαίνω ἀντίθετα, ἐνεργώ σέ ἀντίθεση μέ...· \идти на риск ριψοκινδυνεύω· \идти ко дну́ πηγαίνω στον πάτο· \идти на врага βαδίζω κατά τοῦ ἐχθροῦ· \идти в гору перен παίρνω τήν ἀνιοῦσαν, προκόβω· \идти и а у́быль ἐλαττώνομαι· \идти на преступление κάνω ἔγκλημα· \идти своей дорогой τραβώ τόν δρόμο μου· \идти на усту́пки κάνω ὑποχωρήσεις· \идти на посадку ἀβ. πάω νά προσγειωθώ· \идти на все κάνω τό πάν \идти на попятный ὑποχωρώ· не \идти в счет δέν μπαίνω στό λογαριασμό· это не идет у меня из головы δέν μοῦ βγαίνει ἀπ' τό μυαλό· о чем речь идет? περί τίνος πρόκειται;, περί τίνος γίνεται λόγος;· как иду́т дела? πώς πἄνε οἱ δουλειές;· дела иду́т хорошо́! οἱ δουλειές πᾶνε καλά!· куда ни шло! разг ἀς εἶναι, ἔστω!· идет! (ладно) ἔχει καλώς!, ἐν τάξει!

    Русско-новогреческий словарь > идти

  • 3 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

См. также в других словарях:

  • συμβλητός — ή, ό / συμβλητός, ή, όν, ΝΑ [συμβάλλω] αυτός που αποτελείται από πολλά συμβλήματα, από πολλά κομμάτια, όπως λ.χ. ο ιστός ή το πηδάλιο τού πλοίου αρχ. 1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, να συγκριθεί με κάποιον άλλο (α. «πᾱν ἀγαθὸν πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • PLINTHION sive Lacunar — ad horas inveniendas, a Scona Syracusio factum primitus est. Vitruvius, l. 9. c. 9. ubi de variis Horologiorum formis ac inventoribus, Arachnen Eudoxus Astrologus: nonnulli dicunt Apollonium. Plinthion sive Lacunar, quod etiam in Circo Flaminie… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαρτίζω — (AM ἐξαρτίζω) [αρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιάζω κάτι και ειδικότερα πλοίο ή στόλο με όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα, αρματώνω, εξοπλίζω αρχ. 1. κάνω κάτι άρτιο, τέλειο, συμπληρώνω 2. παρασκευάζω, ετοιμάζω («ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῡ θεοῡ ἄνθρωπος, πρὸς πᾱν… …   Dictionary of Greek

  • ευπαραλόγιστος — εὐπαραλόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που εξαπατάται εύκολα με παραλογισμούς, με ψευδείς συλλογισμούς («πᾱς ὄχλος εὐπαραλόγιστος ὑπάρχει καὶ πρὸς πᾱν εὐάγωγος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα λογίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»