Перевод: с английского на все языки
πρὶν+συγκλεῖσαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε … Dictionary of Greek