Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρός-οψις

  • 1 Look

    v. intrans.
    P. and V. ὁρᾶν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἀθρεῖν, βλέπειν, ἀποβλέπειν, σκοπεῖν, V. εἰσορᾶν (or mid., rare P.), V. προσλεύσσειν, προσδέρκεσθαι, εἰσδέρκεσθαι, Ar. ard V. λεύσσειν, δέρκεσθαι.
    Have a certain appearance: Ar. and V. βλέπειν, δέρκεσθαι.
    Look thoughtful: V. πεφροντικὸς βλέπειν.
    Look stern: P. δεινὸν ἐμβλέπειν (Plat.).
    Look thievish: Ar. κλέπτον βλέπειν.
    Look lovely: V. καλὸν βλέπειν (Eur., Cycl. 553).
    Seem: P. and V. φαίνεσθαι, δοκεῖν.
    Look about one: P. and V. περισκοπεῖν, V. παπταίνειν.
    Look after: Ar. and P. ἐπιμέλεσθαι (gen.), P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), φροντζειν (gen.), τημελεῖν (acc. or gen.) (Plat. but rare P.), κήδεσθαι (gen.) (also Ar. but rare P.), V. μέλεσθαι (gen.).
    Attend to: P. and V. θεραπεύειν (acc.), V. κηδεύειν (acc.); see Tend.
    Superintend: P. and V. ἐπιστατεῖν (dat. or gen.), ἐφίστασθαι (dat.).
    Look at: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), ποβλέπειν εἰς, or πρός (acc.), προσβλέπειν (acc.) (Plat.), ἐμβλέπειν (dat.), σκοπεῖν (acc.), ποσκοπεῖν εἰς, or πρός (acc.), P. ἐπιβλέπειν εἰς (acc.), or ἐπί (acc.), V. εἰσβλέπειν (acc.), εἰσδέρκεσθαι (acc.), προσδέρκεσθαι (acc.).
    Look down on: Ar. and P. καθορᾶν (acc.); see Despise.
    Look for: P. and V. ζητεῖν; see Seek, Expect.
    Look in the face: P. and V. ἐμβλέπειν (dat.), προσβλέπειν (acc.), P. εἰς πρόσωπον ἐμβλέπειν.
    Look into: P. and V. ἐμβλέπειν (εἰς, acc.).
    Examine: P. and V. σκοπεῖν, V. διοπτεύειν; see Examine.
    Look on: see look upon.
    Be a spectator: P. and V. θεᾶσθαι, θεωρεῖν.
    Wait and see how events are going: P. περιορᾶσθαι.
    Look out, beware: P. and V. φυλάσσεσθαι, εὐλαβεῖσθαι; see Beware.
    Look out of window: Ar. ἐκ θυρδος παρακύπτειν (Thesm. 797).
    Look out for, be on the watch for: P. and V. φυλάσσειν (acc.). προσδοκᾶν (acc.), Ar. and P. ἐπιτηρεῖν (acc.), V. καραδοκεῖν (acc.).
    Look round: see look about one.
    Look to: P. and V. ποβλέπειν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.).
    We look to our neighbours: P. πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν (Dem. 120).
    Care for: V. μέλεσθαι (gen.); see care for.
    Provide for: P. and V. προσκοπεῖν (acc.); see provide for.
    Look through: P. διορᾶν.
    Look towards ( of direction): P. ὁρᾶν πρός (acc.); see Face.
    Look up, v. intrans.; P. and V. ναβλέπειν, νω βλέπειν.
    Look up (precedents, etc.), v. trans.: Ar. and P. ναζητεῖν.
    Look up to, met.; see Respect.
    They looked up to them, emulated and honoured them: P. ἀπέβλεπον, ἐζήλουν, ἐτίμων (Dem. 426).
    Look upon: P. and V. προσορᾶν (acc.) (Plat.), ἐμβλέπειν (εἰς, acc.). V. εἰσβλέπειν (acc.).
    Consider: P. and V. ἡγεῖσθαι, γειν.
    ——————
    subs.
    P. and V. βλέμμα, τό, ὄψις, ἡ, V. δέργμα, τό.
    Appearance: P. and V. ὄψις. ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    Face: P. and V. πρόσωπον, τό, ὄψις, ἡ, or use V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό.
    Good looks: see Beauty.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Look

  • 2 Gaze

    v. intrans.
    P. and V. ὁρᾶν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἀθρεῖν, βλέπειν, ποβλέπειν, σκοπεῖν, V. εἰσορᾶν (or mid.) (rare P.), προσδέρκεσθαι, εἰσδέρκεσθαι, Ar. and V. λεύσσειν, δέρκεσθαι.
    Gaze at: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), ποβλέπειν εἰς (acc.) or πρός (acc.), ἐμβλέπειν (dat.), προσβλέπειν (acc.) (Plat., Rep. 336D), P. ἐπιβλέπειν πρός (acc.) or ἐπί (acc.).
    ——————
    subs.
    P. and V. βλέμμα, τό, ὄψις, ἡ, V. δέργμα, τό.
    Eye: P. and V. ὀφθαλμός, ὁ, ὄψις, ἡ, ὄμμα, τό (Thuc. and Plat., but rare P.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gaze

  • 3 Face

    subs.
    P. and V. πρόσωπον, τό, ὄψις, ἡ; in V. also use ὀφθαλμός, ὁ, ὄμμα, τό.
    Face of a wall, etc.: P. μέτωπον, τό.
    The front of anything: use P. and V. τὸ πρόσθεν, P. τὸ ἔμπροσθεν.
    Of an army: P. and V. μέτωπον, τό (Xen.).
    With beautiful face, adj.: Ar. and P. εὐπρόσωπος (Plat.); see Beautiful.
    Face to face: use adj., P. and V. ἐναντίος, V. ἀντίος (Plat., Tim. 43E, but rare P.), ἀντήρης; adv., P. and V. ἐναντίον, V. κατὰ στόμα (also Xen.).
    When brought face to face with the crisis: V. καταστὰς εἰς ἀγῶνʼ ἐναντίον (Eur., frag.).
    Lurking in secret or engaging him face to face: V. κρυπτὸς καταστὰς ἢ κατʼ ὄμμʼ ἐλθὼν μάχῃ (Eur., And. 1064).
    Face to face with: P. and V. κατὰ στόμα (gen.)
    To one's face: P. κατʼ ὀφθαλμούς (Xen.), V. κατʼ ὄμμα, κατʼ ὄμματα (Eur., Or. 288), P. and V. ἐναντίον.
    In face of, in consideration of, prep.: P. and V. πρός (acc.).
    They stood shaking their spears in the face of the foe: V. ἔστησαν ἀντιπρῷρα σείοντες βέλη (Eur., El. 846).
    On one's face, face forward: V. πρηνής.
    Look in the face: P. and V. βλέπειν εἰς (acc.), V. ἐναντίον βλέπειν (acc.), προσβλέπειν ἐναντίον (acc.), ἀντιδέρκεσθαι (acc.), Ar. βλέπειν ἐναντία (Eq. 1239) (absol.).
    Do you then lift up your voice and dare to look these men in the face? P. εἶτα σὺ φθέγγει καὶ βλέπειν εἰς τουτωνὶ πρόσωπα τολμᾷς; (Dem. 320).
    What face can I show to my father? V. ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω; (Soph., Aj. 462).
    Have the face to (with infin.): P. and V. τολμᾶν (infin.), ἀξιοῦν (infin.), P. ἀποτολμᾶν (infin.), Ar. and V. τλῆναι (infin.) ( 2nd aor. of τλᾶν).
    ——————
    v. trans.
    Endure: P. and V. πέχειν, φίστασθαι, αἴρεσθαι, P. ὑπομένειν, V. καρτερεῖν, ἐγκαρτερεῖν; see Endure.
    Have no fear of: P. and V. θαρσεῖν (acc.).
    Dare: P. and V. τολμᾶν (Eur., H.F. 307).
    Oppose: P. and V. ἀνθίστασθαι (dat.), ἐναντιοῦσθαι (dat.); see Oppose.
    Meet in battle: P. and V. παντᾶν (dat.), συμβάλλειν ( dat), ἀντιτάσσεσθαι (dat.); see Meet.
    Be opposite: P. ἐξ ἐναντίας καθίστασθαι (Thuc. 4, 33).
    Look towards ( of situation): P. ὁρᾶν πρός (acc.), βλέπειν πρός (acc.) (Xen.).
    Face south: P. πρὸς νότον τετράφθαι (perf. pass. of τρέπειν) (Thuc. 2, 15).
    Face round: P. and V. μεταστρέφεσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Face

  • 4 View

    subs.
    P. and V. ὄψις, ἡ.
    Range of view: P. ἔποψις, ἡ.
    Spectacle: P. and V. θέα, ἡ, θέαμα, τό, θεωρία, ἡ, ὄψις, ἡ, V. πρόσοψις, ἡ.
    He had a seat that gave a view of all his host: V. ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ (Æsch., Pers. 466).
    Picture: P. and V. γραφή, ἡ; see Picture.
    In view, in sight: P. κάτοπτος, V. ἐπόψιος, προσόψιος.
    Be in view, v.: P. and V. φαίνεσθαι.
    In view of, overlooking: see adj. V. κατόψιος (gen.).
    In sight of: P. and V. ἐναντίον (gen.).
    In consequence of: P. and V. δι (acc.), ἕνεκα (gen.), V. εἵνεκα (gen.); see because of.
    In the light of: P. and V. πρός (acc.).
    Examination, survey: P. and V. σκέψις, ἡ, P. ἐπίσκεψις, ἡ.
    Opinion: P. and V. δόξα, ἡ, γνώμη, ἡ, δόξασμα, τό, V. γνῶμα, τό.
    In my view: P. and V. ὡς ἐμοὶ δοκεῖ.
    All who held the same political views: P. ὅσοι τῆς αὐτῆς γνώμης ἦσαν (Thuc. 1, 113).
    Have in view, intend, v.: P. and V. νοεῖν, ἐννοεῖν; see Intend.
    Supposition: P. ὑπόθεσις, ἡ.
    Point of view: use opinion.
    From my point of view: P. τὸ κατʼ ἐμέ.
    ——————
    v. trans.
    Survey: P. and V. σκοπεῖν, ἐπισκοπεῖν, ἀθρεῖν, ναθρεῖν, θεᾶσθαι, θεωρεῖν, ἐφορᾶν, Ar. and V. ἐποπτεύειν; see Behold.
    Examine: P. and V. ἐξετάζειν, διασκοπεῖν; see Examine.
    Judge, consider: P. and V. γιγνώσκειν, κρνειν; see Consider.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > View

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 …   Deutsch Wikipedia

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • видимыи — (326) прич. страд. наст. 1.Видимый; доступный зрению, наблюдению: вди||го вл҃дкы не бо˫а сѩ. ко невидимааго оубоить сѩ. Изб 1076, 46 46 об.; бѣаше бо по истинѣ чловѣкъ б҃жии. свѣтило въ вьсемь мирѣ видимоѥ. ЖФП XII, 42а; и сн҃ви б҃жию… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άποψη — η (AM ἄποψις) [όψις] θέα από κάποια απόσταση νεοελλ. ο τρόπος κατά τον οποίο εξετάζει κανείς τα πράγματα, αντίληψη, εκδοχή αρχ. 1. ψηλό μέρος ή πύργος από όπου βλέπει κανείς σε μεγάλη απόσταση ή από όπου έχει ωραία θέα 2. το μέρος προς το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • επίγνωση — η (AM ἐπίγνωσις) [επιγιγνώσκω] ενσυνείδητη γνώση, συναίσθηση ενός πράγματος («δεν έχει επίγνωση τής θέσης του») αρχ. μσν. η αναγνώριση («πρὸς ἐπίγνωσιν ὀξέως τῶν ἐρώντων γὰρ ἡ ὄψις») αρχ. 1. εξέταση, έρευνα («οὐδὲν οἷόν τε κατὰ τρόπον χειρίσαι… …   Dictionary of Greek

  • κορύλοψις — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας αμαμηλιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. corylopsis < coryl (< λατ. corylus «κόρυλος») + opsis (πρβλ. όψις)] …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • ԴԷՄ — (դիմի, մաւ. մանաւանդ՝ Դէմք, դիմաց, մօք.) NBH 1 0611 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. ԴԷՄ մանաւանդ՝ ԴԷՄՔ. պ. տիյմ, տիյմէր, տիյտար, տիտար. πρόσωπον vultus, facies, os Առաջք գլխոյ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»