Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρόβατα

  • 1 овца

    овца
    ж ἡ προβατίνα, ἡ ἀμνας:
    мериносовая \овца τό μερινόν стадо овец ἕνα κοπάδι πρόβατα· заго́н для овец ἡ στάνη· ◊ заблу́дшая \овца τό ἀπολωλος πρό-βατον паршивая \овца исе стадо портит поел, ἕνα ψωριάρικο πρόβατο χαλᾶ ὀλο τό κοπάδι.

    Русско-новогреческий словарь > овца

  • 2 тонкорунный

    тонкору́нн||ый
    прил λεπτότριχος:
    \тонкорунныйые о́вцы πρόβατα μέ λεπτό μαλλί.

    Русско-новогреческий словарь > тонкорунный

  • 3 баран

    α.
    1. κριάρι.
    2. αγριοπρόβατο.
    εκφρ.
    как баран на новые ворота – σαν πρόβατο σε άγνωστη είσοδο (δυσκολοπροσανατόλιστος, αδιανόητος)•
    как баран уперся – πεισμάτωσε (καπρι-τσώθηκε) πολύ, γινάτεψε σαν γαϊδούρι•
    стадо -ов – κοπάδι πρόβατα (άβουλοι άνθρωποι, ανοργάνωτο πλήθος).

    Большой русско-греческий словарь > баран

  • 4 барашек

    -шка α.
    1. προβατάκι.
    2. αρνάκι.
    3. το αρνιακό•

    воротник из -а γιακάς από αρνιακό.

    4. πλθ. -и ο αφρός της κορυφής των! κυμάτων.
    5. πλθ. барашеки θυσανοσωρείτες, πρόβατα (σύννεφα).
    6. πλθ. -и ταξιανθία θυσανοειδής.
    7. περικόχλιο με πτερύγια, πεταλούδα.

    Большой русско-греческий словарь > барашек

  • 5 долгошёрстный

    επ.
    μακρόμαλλος•

    -ые овцы μακρόμαλλα πρόβατα.

    Большой русско-греческий словарь > долгошёрстный

  • 6 задрать

    -деру, -дерешь, παρλθ. χρ. задрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задранный, задран, задрана
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)σηκώνω, (αν)υψώνω, (αν)ορθώνω•

    задрать хвост σηκώνω την ουρά•

    задрать голову σηκώνω το κεφάλι•

    задрать ноги σηκώνω τα πόδια.

    || αναδιπλώνω.
    2. γρατσουνίζω, ξεσκαλίζω (δέρμα, φλοιό κ.τ.τ.).
    3. ξεσχίζω, κατασπαράζω•

    волки -ли двух овец οι λύκοι κατασπάραξαν δυο πρόβατα.

    4. μαστιγώνω, βουρδουλίζω, βιτσίζω.
    1. γραχσουνίζομαι, ξεσκαλίζομαι.
    2. ανασηκώνομαι. || αναδιπλώνομαι.
    3. αρχίζω να καβγαδίζω κλπ. ρ. βλ. драться.

    Большой русско-греческий словарь > задрать

  • 7 из

    κ. изо πρόθεση
    από, εκ• σημαίνει:
    1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•

    выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•

    приехать из города έρχομαι από την πόλη•

    извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•

    поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•

    достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•

    река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•

    вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή•

    выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•

    изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.

    2. προέλευση, πηγή•

    знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•

    цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•

    из достоверных источников από έγκυρες πηγές•

    человек из Парижа παριζάνος.

    || καταγωγή•

    из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•

    он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.

    || (δια)χωρνσμό•

    некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•

    один из них ένας απ αυτούς•

    младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.

    3. πολλαπλότητα σύνθεση•

    букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•

    комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•

    стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.

    4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•

    ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•

    брошка из золота χρυσή καρφίτσα•

    кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•

    варенье из вишен γλυκό από βύσινα•

    мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.

    5. διά, με•

    изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.

    6. ανάπτυξη•

    из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•

    из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•

    из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.

    7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•

    из зависти από ζήλεια•

    убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•

    из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•

    много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•

    из уважения από σεβασμό.

    || παλ. στον, στην, στό•

    он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.

    || μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•

    из года в год από χρόνο σε χρόνο•

    изо дня в день από μέρα σε μέρα•

    из края в край από άκρη σε άκρη•

    из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•

    из рук в руки από χέρι σε χέρι•

    из угла в угол από γωνία σε γωνία.

    Большой русско-греческий словарь > из

  • 8 козёл

    -зла α.
    1. τράγος, τραγί.
    2. αγριόγιδο, αίγαγρος.
    3. είδος χαρτοπαιγνίου και ντόμινου.
    4. μικρό εφαλτήριο, (ξύλο)γαϊδάρα.
    εκφρ.
    козёл отпущения – (για σφάλματα) και τα βαριά και τ αλαφριά τα φορτώνουν στο γάιδαρο•
    пустить -зла в огород – αφήνω το λύκο να φυλάξει τα πρόβατα•
    как от козла молока; как от -зла ни-шерсти,ни молокаπαρμ. όπως γεννά ο κόκορας τ αυγά•
    драть -злом; -злим петь – (απλ.) τραγουδώ άσχημα, ρεκο!ζω.

    Большой русско-греческий словарь > козёл

  • 9 короткошёрстный

    επ.
    βραχύμαλλος, βραχύτριχος•

    -ые овцы καραμάνικα πρόβατα.

    Большой русско-греческий словарь > короткошёрстный

  • 10 короткошёрстый

    επ.
    βραχύμαλλος, βραχύτριχος•

    -ые овцы καραμάνικα πρόβατα.

    Большой русско-греческий словарь > короткошёрстый

  • 11 кучевой

    επ. -ые облака οι θυσανοσωρείτες, πρόβατα (λκ.)• -ые пески οι θίνες.

    Большой русско-греческий словарь > кучевой

  • 12 мягкошёрстный

    κ. мягкошрстый
    επ.
    μαλακόμαλλος•

    -ые овцы μαλακόμαλλα πρόβατα.

    Большой русско-греческий словарь > мягкошёрстный

  • 13 недосчитаться

    ρ.σ. λείπω από το λογαριασμό χάνομαι•

    пастух -лся двух баранов ο βοσκός μετρώντας βρήκε ότι του λείπουν δυο πρόβατα•

    -лись трёх кур έλειψαν από το μέτρο τρεις κότες.

    Большой русско-греческий словарь > недосчитаться

  • 14 овца

    -ы, πλθ. овцы, овец, овцам θ.
    προβατίνα, αρνάδα, αμνάδα, πρόβατο•

    желать, чтобы волки были сыты и овцы целы θέλω και το λύκο χορτάτο και τα πρόβατα σωστά•

    заблудшая овца βλ. заблудший.

    Большой русско-греческий словарь > овца

  • 15 остричь

    -игу, -ижшь, -игут, παρλθ. χρ. остриг
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остриженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ψαλιδίζω, κόβω•

    остричь ветки κλαδεύω•

    остричь ногти κόβω τα νύχια.

    || κουρεύω•

    остричь волосы κόβω τα μαλλιά, κουρεύω•

    пришл домой -жен ήρθε στο σπίτι κουρεμένος•

    остричь овец κουρεύω τα πρόβατα.

    он -гся в парикмахерской αυτός κουρεύτηκε στο κουρείο.

    Большой русско-греческий словарь > остричь

  • 16 отогнать

    отгоню, отгонишь, παρλθ. χρ. отогнал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отогнанный, βρ: -нан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. διώχνω, -εκδιώκω•

    отогнать собаку διώχνω το σκυλί.

    || (για άνεμο, ρεύμα κ.τ.τ.) παρασύρω μετατοπίζω.
    2. μετακινώ, πηγαίνω, οδηγώ•

    отогнать овец на зимние пастбища κατεβάζω τα πρόβατα στα χειμαδιά..

    || παλ. παίρνω βίαια, αποσπώ, αρπάζω.
    3. αποστάζω.

    Большой русско-греческий словарь > отогнать

  • 17 перегрызть

    -ызу, -ызшь, παρλθ. χρ. перегрыз
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегрызенный, βρ: -зен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατατρώγω περιτρώγω.
    2. δαγκώνω κόβω•

    волк -ыз овец ο λύκος κατάκοψε τα πρόβατα.

    3. τρωγαλίζω, ροκανίζω (για πολλά ή όλα).
    (για ζώα) άλληλοδαγκώνομαι, αλληλοτρώγομάι. || μτφ. μαλώνω, καβγαδίζω τρωγόμαστε σαν τα σκυλιά.

    Большой русско-греческий словарь > перегрызть

  • 18 перестричь

    -игу, -ижшь, -игут, παρλθ. χρ. перестриг, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перестриженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ξανακουρεύω.
    2. κουρεύω (όλους, πολλούς)•

    всех овец κουρεύω όλα τα πρόβατα.

    3. κόβω.
    1. ξανακουρεύομαι.
    2. κουρεύομαι, (για όλους. πολλούς).

    Большой русско-греческий словарь > перестричь

  • 19 подохнуть

    ρ.σ.
    1. (για ζώα) ψοφώ•

    овцы -хли τα πρόβατα ψόφησαν.

    2. (χυδλ.) (για ανθρώπους) αντί του ρ. πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > подохнуть

  • 20 стричь

    стригу, стрижшь, стригут, παρλθ. χρ. стриг, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. стригущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стриженный, βρ: -жен,. -а, -о
    επιρ. μτχ. δεν έχει•
    ρ.δ.μ.
    1. κουρεύω•

    стричь волсы κουρεύω τα μαλλιά•

    стричь овец κουρεύω τα πρόβατα.

    2. κόβω• κλαδεύω• κοσίζω•

    стричь нокти κόβω τα νύχια•

    стричь картон κόβω μικρά τεμάχια το χαρτόνι•

    стричь кусты κλαδεύω τους θάμνους•

    стричь траву κόβω (κοσίζω) το χόρτο.

    εκφρ.
    стричь купоны – ζω από τα ενοίκια περιουσίας, γης•
    стричь ушами – κουνώ μπρος-πίσω τα αυτιά (για άλογο).
    1. κουρεύομαι.
    2. κόβομαι• κλαδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стричь

См. также в других словарях:

  • προβάτα — η, Ν η προβατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μουλάρα)] …   Dictionary of Greek

  • προβάτα — η βλ. προβατίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόβατα — πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. — κείρεσθαί μου τὰ πρόβατα, ἀλλ’ οὐκ ἀποξήρεσθαι βούλομαι. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρόβαθ' — πρόβατα , πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱθι , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd sg (doric) πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβατ' — πρόβατα , πρόβατον cattle neut nom/voc/acc pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor imperat act 2nd pl πρόβᾱτε , προβαίνω step forward aor ind act 2nd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • οβίνες — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»