-
1 первобытный
πρωτόγονοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > первобытный
-
2 pristine
πρωτόγονος -
3 ilkel
πρωτόγονος, αρχέγονος -
4 ilkelce
πρωτόγονος, πρωτόγονα -
5 primitif
πρωτόγονος, ανεξέλικτος -
6 первобытный
επ.1. πρωτόγονος, αρχέγονος, πρωτογενής•-ое общество πρωτόγονη κοινωνία•
первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•
первобытный человек πρωτόγονος άνθρωπος.
|| μτφ. απαρχαιωμένος, πανάρχαιος, παμπάλαιος•-ая техника απαρχαιωμένη τεχνική.
|| μτφ. άγριος, καθυστερημένος, απολίτιστος•-ые нравы πρωτόγονα ήθη.
2. άθικτος, παρθένος•-ая природа ддунглей η παρθένα φύση της ζούγκλας..
3. αρχικός, πρωταρχικός. -
7 первобытный
первобытн||ыйприл πρωτόγονος, πρωτογενής, ἀρχέγονος:\первобытный человек ὁ πρωτόγονος ἀνθρωπος· \первобытныйое общество ἡ πρωτόγονη κοινωνία. -
8 primitive
['primətiv]1) (belonging to the earliest times: primitive stone tools.) πρωτόγονος2) (simple or rough: He made a primitive boat out of some pieces of wood.) πρωτόγονος -
9 патриархальный
επ. βρ: -лен, -льна, -льно1. πατριαρχικός•патриархальный быт ο πατριαρχικός τρόπος ζωής.
2. καθυστερημένος, παλαιός, πρωτόγονος•-ое воспитание πρωτόγονος τρόπος διαπαιδαγώγησης.
|| απλός, φυσικός, απροσχηματιστός. -
10 примитив
(что-л. простое в сравнении с последующим того же рода) το πρωτόγονο-ность ο πρωτογονισμός, το πρωτόγονοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > примитив
-
11 родовой
1. (относящийся к первобытному обществу) πρωτόγονος 2. (наследственный) κληρονομικός 3. (родственный) συγγενικός 4. лингв. του γένους 5. мед. του τοκετού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > родовой
-
12 человек
ο άνθρωποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > человек
-
13 доморощенный
доморощенн||ыйприл1. ἀναθρεμμένος εἰς τό σπίτι:\доморощенныйые лошади ἄλογα μεγαλωμένα (или θρεμμένα) στό σπίτι·2. перен ирон. πρωτόγονος, ἀξεστος:\доморощенный поэт ὁ στιχοπλόκος, ὁ ποετάστρος. -
14 примитивный
примитив||ныйприл πρωτόγονος. -
15 crude
[kru:d]1) (unrefined: crude oil.) ακατέργαστος2) (rough or primitive: a crude shelter.) πρωτόγονος•- crudity -
16 savage
['sævi‹] 1. adjective1) (uncivilized: savage tribes.) άγριος,απολίτιστος2) (fierce and cruel: The elephant can be quite savage; bitter and savage remarks.) άγριος,σκληρός2. verb(to attack: He was savaged by wild animals.) (επιτίθεμαι και) κατασπαράσσω3. noun1) (a person in an uncivilized state: tribes of savages.) άγριος,πρωτόγονος2) (a person who behaves in a cruel, uncivilized way: I hope the police catch the savages who attacked the old lady.) κτήνος•- savagely- savageness
- savagery -
17 коммунизм
-а α.κομμουνισμός•первобытный коммунизм πρωτόγονος κομμουνισμός•
военный κομμουνισμός σε καιρό πολέμου•
научный коммунизм επιστημονικός κομμουνισμός.
-
18 кустарный
επ.1. χειρονακτικός, βιοτεχνικός.2. πρωτόγονος, αρχέγονος. -
19 примитивизм
-а α.1. αρχέγονος, πρωτόγονος τρόπος.2. (Τέχνη) αρχαϊκή απομίμηση, το απλό, πριμιτιβισμάς. -
20 примитивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αρχικός, αρχέγονος, αρχέτυπος, πρωτόγονος.2. απλός απαρχαιωμένος, αρχαϊκός, υπανάπτυ-χτος, καθυστερημένος. || επιφανειακός, άβαθος, επιπόλαιος, ρηχός, απλός.3. απολίτιστος, καθυστερημένος, ασυγχρόνιστος, αναχρονιστικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρωτόγονος — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογόνος — η, ον, θηλ, και ος, Α 1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη ονομασία τής Περσεφόνης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο γόνος. Η… … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, που υπήρξε από τους πρώτους, ο αρχέγονος: Πρωτόγονοι άνθρωποι. 2. αυτός που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση, ο απολίτιστος: Πρωτόγονα ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βέδα — Πρωτόγονος λαός, περιορισμένος τώρα στο ανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα μεταξύ της ανατολικής πλευράς του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού και της θάλασσας. Ο αριθμός των Β. δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος, δεδομένου ότι αποφεύγουν κάθε επαφή με… … Dictionary of Greek
Ιγκορότ — Πρωτόγονος λαός των Φιλιππίνων, ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νήσο Λουσόν. Το όνομά τους στη γλώσσα Ταγκαλόγκ σημαίνει ορεσίβιος. Από σωματική άποψη, παρουσιάζουν τον κλασικό ινδονησιακό σωματότυπο, αν και έχουν μέσο ή και χαμηλό ανάστημα.… … Dictionary of Greek
πρωτογόνους — πρωτόγονος first born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόγονε — πρωτόγονος first born masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόγονοι — πρωτόγονος first born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των … Dictionary of Greek