-
1 rektörlük
πρυτανεία -
2 ректор
ο πρύτανης- ат η πρυτανεία, το πρυτανείο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ректор
-
3 ректорат
ректор||а́тм τό πρυ-τανεῖον, ἡ πρυτανεία. -
4 ректорство
-а ουδ.πρυτανεία (το αξ.ιω\ισ. του πρύτανη). -
5 Deposit
subs.At a bank: P. παρακαταθήκη, ἡ.Mortgage: P. ὑποθήκη, ἡ.Caution-money: Ar. and P. θέσις, ἡ, P. ἀρραβών, ὁ.Money paid into court before an action: P. παρακαταβολή, ἡ, Ar. πρυτανεῖα, τά.Pay a deposit into court, v.; P. παρακαταβάλλειν.Deposit brought down by a river, subs.: P. πρόσχωσις, ἡ.The river being large is always forming deposits: P. μέγας ὢν ὁ ποταμὸς προσχοῖ ἀεί (Thuc. 2, 102).——————v. trans.Deposit with: P. κατατιθέναι (or mid.) (εἰς, acc., or παρά, dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deposit
См. также в других словарях:
πρυτανεία — πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτάνειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc/acc dual πρυτανείᾱ , πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείᾳ — πρυτανείᾱͅ , πρυτάνειος of fem dat sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱͅ , πρυτανεία presidency fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεία — (I) η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α [πρυτανεύω] (στην αρχ. Αθήνα) 1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 τού έτους 2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών… … Dictionary of Greek
πρυτανεία — η 1. το αξίωμα του πρύτανη. 2. η υπηρεσία γύρω από τον πρύτανη. 3. περίοδος θητείας του πρύτανη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρυτανεῖα — πρυτανεῖον the magistrates hall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτάνεια — πρυτάνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείας — πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτάνειος of fem gen sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem acc pl πρυτανείᾱς , πρυτανεία presidency fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείαν — πρυτανείᾱν , πρυτάνειος of fem acc sg (attic doric aeolic) πρυτανείᾱν , πρυτανεία presidency fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανεῖαι — πρυτανεία presidency fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανηίη — πρυτανεία presidency fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυτανείο(ν) — το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α (στην αρχαιότητα) 1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία… … Dictionary of Greek