-
1 προτρεπω
1)(Hom. - только med.-pass.) обращать, поворачивать
προτρέπεσθαι ἐπὴ νηῶν Hom. — отступать к кораблям;ἄχεϊ προτραπέσθαι Hom. — предаться скорби2) тж. med. побуждать, увещевать, склонять(τινὰ ἐπί, εἴς и πρός τι Xen., Plat., Aeschin., Arst., Polyb.)
προτρέψομαι (sc. σε) Soph. — я буду упрашивать, т.е. умоляю тебя3) тж. med. заставлять, принуждать(τινὰ ἐς πέδον κάρα νεῦσαι Soph.)
4) med. возбуждать любопытствоπροτραπέσθαι τινά τι Her. — заинтересовать кого-л. чем-л.
5) med. опережать, aor. превзойти(τινα ἐν τῷ πίνειν Plut.)
-
2 προτρέπω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προτρέπω
-
3 προτρέπω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προτρέπω
-
4 προτρέπω
-
5 προτρέπω
побуждать, увещевать, склонять, убеждать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προτρέπω
-
6 προτρέπω
-
7 προτρέπω
[протрэпо] ρ убеждать, побуждать, поощрять. -
8 4389
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4389
См. также в других словарях:
προτρέπω — urge forwards pres subj act 1st sg προτρέπω urge forwards pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπω — προτρέπω, προέτρεψα και πρότρεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… … Dictionary of Greek
προτρέπω — πρότρεψα και προέτρεψα, παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ κάποιον: Τον πρότρεψα να επισκεφτεί το γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προτρέπεσθε — προτρέπω urge forwards pres imperat mp 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπετε — προτρέπω urge forwards pres imperat act 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind act 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέπῃ — προτρέπω urge forwards pres subj mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψει — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg (epic) προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψουσιν — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd pl (epic) προτρέπω urge forwards fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψω — προτρέπω urge forwards aor subj act 1st sg προτρέπω urge forwards fut ind act 1st sg προτρέπω urge forwards aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρέψῃ — προτρέπω urge forwards aor subj mid 2nd sg προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)