-
1 προσφορά
[просфора] ουσ. Θ. приношение, дар, предложение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσφορά
-
2 просфора
[προσφορά] ουσ. θ. (εκκλ.) πρόσφορο, προσφορά -
3 просфора
[προσφορά] ουσ θ (εκκλ.) πρόσφορο, προσφορά -
4 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
5 предложение
I предложение υποστηρίζω την πρόταση· \предложение порядок τηρώ την τάξη 2) (помочь) βοηθώ II предложение с 1) η πρόταση (тж. грам.)· вносить \предложение κάνω πρόταση· принимать \предложение δέχομαι την πρόταση 2) эк. η προσφορά* спрос и \предложение η ζήτηση και η προσφορά ◇ сделать \предложение κάνω πρόταση γάμου* * *с1) η πρόταση (тж. грам.)вноси́ть предложе́ние — κάνω πρόταση
принима́ть предложе́ние — δέχομαι την πρόταση
2) эк. η προσφοράспрос ипредложе́ние — η ζήτηση και η προσφορά
••сде́лать предложе́ние — κάνω πρόταση γάμου
-
6 предложение
-я ουδ.1. προσφορά, παροχή•помощи παροχή βοήθειας.2. πρόταση•внести конкретные -я βάζω συγκεκριμένη πρόταση•
сделать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•
- принято η πρόταση έγινε δεκτή•мирные -я ειρηνικές προτάσεις.
3. πρόταση γάμου.4. (οικν.) προσφορά•спрос и предложение ζήτηση και προσφορά.
εκφρ.делать предложение – κάνω πρόταση γάμου.-я ουδ. (γραμμ.) πρόταση•простое предложение απλή πρόταση•
сложное предложение σύνθετη πρόταση•
главное предложение κύρια πρόταση•
чгридаточ-ное предложение δευτερεύουσα πρόταση•
неполное предложение ελ-λειπής πρόταση.
(λογ.)βλ. суждение. -
7 спрос
спрос м η ζήτηση; \спрос и предложение η προσφορά και η ζήτηση; пользоваться \спросом έχω ζήτηση; удовлетворять \спрос ικανοποιώ τη ζήτηση ◇ без \спроса χωρίς άδεια* * *мη ζήτησηспрос и предложе́ние — η προσφορά και η ζήτηση
по́льзоваться спросом — έχω ζήτηση
удовлетворя́ть спрос — ικανοποιώ τη ζήτηση
•• -
8 предложение
предложение Iс1. ἡ πρόταση [-ις]:внести \предложение κά(μ)νω πρόταση·2. эк. ἡ προσφορά:спрос и \предложение ἡ ζήτηση καί ἡ προσφορά· ◊ делать \предложение κάνω πρόταση γάμου.предложение IIс грам. ἡ πρόταση [-ις]:гла́вное \предложение ἡ κυρία πρόταση· придаточное \предложение ἡ δευτερεύουσα πρόταση· простое (сложное) \предложение ἡ ἀπλή (ή σύνθετη) πρόταση. -
9 преподнесение
-я ουδ.προσφορά, δόσιμο•преподнесение подарка προσφορά δώρου.
-
10 оферент
(торг., фин.) о προσφέρωντο πρόσωπο που υποβάλλει την προσφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оферент
-
11 оферта
(предложение) η προσφορά, η πρόταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оферта
-
12 спрос
η ζήτησ/ηпользоваться малым - ом έχω μικρή/ελάχιστη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спрос
-
13 подношение
подношениес ἡ προσφορά, τό δῶρο[ν]. -
14 прииошение
приио||шениес ἡ προσφορά, τό δώρο[ν], ἡ δωρεά. -
15 просфора
просфораж церк. τό πρόσφορο, ἡ προσφορά. -
16 спрос
спросм ἡ ζήτηση [-ις]:\спрос и предложение ἡ προσφορά καί ἡ ζήτηση· ◊ без \спроса χωρίς ἄδεια, χωρίς νά ζητήσω τήν ἄδεια. -
17 приношение
[πρινασένιιε] ουσ. ο. προσφορά -
18 приношение
[πρινασένιιε] ουσ ο προσφορά -
19 вклад
-а α.1. κατάθεση, καταβολή•вклад денег в сберегательной кассе κατάθεση χρημάτων στο ταμιευτήριο.
2. προσφορά, αφιέρωση, τάμα (σε εκκλησία, μοναστήρι).3. μτφ. συμβολή, συνεισφορά, συνδρομή•ценный вклад в науку πολύτιμη συμβολή στην επιστήμη.
-
20 даяние
-я ουδ.παλ. υψ. ύφος δώρο, προσφορά..
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσφορά — προσφορά̱ , προσφορά bringing to fem nom/voc/acc dual προσφορά̱ , προσφορά bringing to fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορᾷ — προσφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
προσφορά — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσφέρω, παροχή, δωρεά, βοήθεια υλική ή ηθική: Η προσφορά των δασκάλων στη νεότητα είναι πολύτιμη. 2. (εκκλησ.), άρτος που προσφέρεται από τους πιστούς για τη Θεία Κοινωνία, αλλ. πρόσφορο, λειτουργιά. 3. (οικον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόσφορα — πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφορᾶι — προσφορᾷ , προσφορά bringing to fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφοράν — προσφορά̱ν , προσφορά bringing to fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφοράς — προσφορά̱ς , προσφορά bringing to fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτέρισμα — Προσφορά προς τιμήν του νεκρού, κατά την αρχαιότητα. Η λέξη προέρχεται από την λέξη κτέρας, που σήμαινε την ιδιοκτησία ή το δώρο. Κ. ονομάζονται κυρίως τα αγαπημένα αντικείμενα του νεκρού, τα οποία τοποθετούσαν κοντά του και μέσα στον τάφο ή… … Dictionary of Greek
προσφοραῖς — προσφορά bringing to fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφοραί — προσφορά bringing to fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)