Перевод: с русского на все языки
προσυπέχω
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
προσυπέχω — Α φέρω μεγαλύτερη ευθύνη για κάτι («τῆς δὲ τύχης προσυποσχεῑν ἕν τι τῶν ἀδυνάτων», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑπέχω «υπόκειμαι σε ευθύνες, λογοδοτώ»] … Dictionary of Greek
προσυποσχεῖν — προσυπέχω to be answerable also for aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυποσχόμενος — προσυπέχω to be answerable also for aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυπέσχετο — προσυπέχω to be answerable also for aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσυπόσχηται — προσυπέχω to be answerable also for aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek