Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προστρίβεσθαι

  • 1 Inflict

    v. trans.
    P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), ἐπιφέρειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι), ἐπιτιθέναι (τί τινι), Ar. and P. προστρβεσθαι (mid.) (τί τινι).
    Inflict as punishment for: V. ἀντιτνεσθαι (acc. and gen.).
    Be inflicted ( of a fine): P. ἐπικεῖσθαι.
    Punishment is inflicted on a prating tongue: V. γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται (Æsch., P.V. 329).
    Newly inflicted ( of blows), adj.: V. νεότομος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Inflict

См. также в других словарях:

  • προστρίβεσθαι — προστρί̱βεσθαι , προστρίβω rub on pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»