-
1 προστρεχω
(fut. προσδρᾰμοῦμαι, aor. 2 προσέδραμον)1) прибегать, подбегать(τινί Arph., Xen.; πρός τινα Plat. и ἐπί τι Luc.)
2) совершать набег, нападать(πρός τινα Xen.)
3) приходить, приближаться(πρὸς τέν ἀλήθειαν Polyb.)
4) переходить, присоединяться(πρὸς τέν τῶν πολλῶν γνώμην Polyb.)
5) приключаться, случаться -
2 προστρέχω
-
3 προστρέχω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προστρέχω
-
4 προστρέχω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προστρέχω
-
5 προστρέχω
подбегать, прибегать.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προστρέχω
-
6 προστρέχω
-
7 προστρέχω
[прострэхо] ρ прибегать, подбегать, (μεταφ) прибегать к помощи и т. п. -
8 προσέδραμον
αόρ. от προστρέχω -
9 4370
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4370
См. также в других словарях:
προστρέχω — run to pres subj act 1st sg προστρέχω run to pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρέχω — ΝΜΑ [τρέχω] νεοελλ. 1. σπεύδω για να ζητήσω ή να προσφέρω βοήθεια («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί») 2. καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον ή σε κάτι («προστρέχω και πάλι στα ευγενικά σας αισθήματα με την ελπίδα ότι θα μέ συνδράμετε») 3. συρρέω… … Dictionary of Greek
προστρέχω — πρόστρεξα, τρέχω σε βοήθεια κάποιου ή να ζητήσω τη βοήθεια κάποιου: Στις φωνές πρόστρεξαν οι γείτονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προστρέχετε — προστρέχω run to pres imperat act 2nd pl προστρέχω run to pres ind act 2nd pl προστρέχω run to imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστρέχῃ — προστρέχω run to pres subj mp 2nd sg προστρέχω run to pres ind mp 2nd sg προστρέχω run to pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεδραμηκότα — προστρέχω run to perf part act neut nom/voc/acc pl προστρέχω run to perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδεδράμηκε — προστρέχω run to perf imperat act 2nd sg προστρέχω run to perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδραμόν — προστρέχω run to aor part act masc voc sg προστρέχω run to aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδραμόντα — προστρέχω run to aor part act neut nom/voc/acc pl προστρέχω run to aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδραμόντων — προστρέχω run to aor part act masc/neut gen pl προστρέχω run to aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδράμετε — προστρέχω run to aor imperat act 2nd pl προστρέχω run to aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)