Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

προστίθεμαι

  • 1 вливаться

    вливать||ся
    1. χύνομαι·
    2. перен (включаться) ἐνσωματώνομαι, προστίθεμαι.

    Русско-новогреческий словарь > вливаться

  • 2 наслаиваться

    наслаиваться
    несов
    1. σχηματίζω στρώματα (βμετ.)·
    2. перен προστίθεμαι.

    Русско-новогреческий словарь > наслаиваться

  • 3 прибавлятьться

    прибавлять||ться
    προσθέτομαι, προστίθεμαι / αὐξάνομαι, μεγαλώνω (увеличиваться):
    ко всему́ прибавилось еще и это κοντά στ' ἄλλα προστέθηκε τώρα κι αὐτό· день \прибавлятьтьсяется ἡ μέρα μεγαλώνει· вода́ \прибавлятьтьсяется τό νερό ἀνεβαίνει (или ὑψώνεται).

    Русско-новогреческий словарь > прибавлятьться

  • 4 влить

    волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•

    влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•

    влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.

    2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•

    приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.

    3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•

    влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.

    1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•

    в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.

    2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•

    -лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.

    Большой русско-греческий словарь > влить

  • 5 добавить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•

    -ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•

    сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.

    || λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•

    добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•

    мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.

    προστίθεμαι•

    -лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).

    Большой русско-греческий словарь > добавить

  • 6 надвязывать

    ρ.δ.
    βλ. надвязить.
    αβγατίζομαι, επιμηκύνομαι. || συμπλέκομαι, προστίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > надвязывать

  • 7 прибавить

    -влго -вишь ρ.σ.μ.
    1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•

    прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•

    прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.

    2. αυξαινω, ανεβάζω•

    -зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•

    прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.

    3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•

    на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.

    4. αμ. προσθέτω, λέγω•

    не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.

    5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.
    6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•

    прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.

    προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    день -лся η μέρα μεγάλωσε•

    он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•

    вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•

    к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.

    Большой русско-греческий словарь > прибавить

  • 8 привходить

    -ходит, μτχ. ενστ. -дящий
    ρ.δ. συμπληρώνω προστίθεμαι, συνενώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > привходить

  • 9 пристегнуть

    ρ.σ.μ.
    1. κουμπώνω.
    2. ζεύω συμπληρωματικά ή παραπάνω.
    3. μτφ. (απλ.) προσθέτω•

    пристегнуть к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο διήγημα άχρηστες λεπτομέρειες.

    1. κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ.
    2. ενώνομαι• προστίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > пристегнуть

  • 10 additionner

    1) προστίθεμαι
    2) προσθέτω

    Dictionnaire Français-Grec > additionner

  • 11 accrue

    1) προκύπτω
    2) προστίθεμαι

    English-Greek new dictionary > accrue

См. также в других словарях:

  • προστίθεμαι — προστίθεμαι, προστέθηκα βλ. πίν. 138 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προστίθεμαι — ΝΜΑ βλ. προστίθημι …   Dictionary of Greek

  • προστίθεμαι — προστίθημι put to pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • συμπροσγίγνομαι — και δωρ. τ. συμποτιγίγνομαι και θεσσαλ. τ. συμπογγίγνομαι Α 1. προστίθεμαι σε κάτι, συνάπτομαι με κάτι 2. προστίθεμαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προσγίγνομαι «προστίθεμαι»] …   Dictionary of Greek

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • προσανοικοδομούμαι — έομαι, Α [ἀνοικοδομοῡμαι] 1. οικοδομούμαι επιπροσθέτως ή προστίθεμαι κάπου ως οικοδόμημα ή ως πρόδομος 2. μτφ. προστίθεμαι κάπου ως αντιστάθμισμα («ἐλεημοσύνη γὰρ πατρὸς οὐκ ἐπιλησθήσεται καὶ ἀντὶ ἁμαρτιῶν προσανοικοδομηθήσεταί σοι», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι …   Dictionary of Greek

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»