-
1 вливаться
вливать||ся1. χύνομαι·2. перен (включаться) ἐνσωματώνομαι, προστίθεμαι. -
2 наслаиваться
наслаиватьсянесов1. σχηματίζω στρώματα (βμετ.)·2. перен προστίθεμαι. -
3 прибавлятьться
прибавлять||тьсяπροσθέτομαι, προστίθεμαι / αὐξάνομαι, μεγαλώνω (увеличиваться):ко всему́ прибавилось еще и это κοντά στ' ἄλλα προστέθηκε τώρα κι αὐτό· день \прибавлятьтьсяется ἡ μέρα μεγαλώνει· вода́ \прибавлятьтьсяется τό νερό ἀνεβαίνει (или ὑψώνεται). -
4 влить
волью, вольешь, παρλθ. χρ. влил, -ла, -ло, προστκ. влей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. влитый, βρ: влит, -а, -о, ρ.σ.μ.1. χύνω μέσα, εγχύνω, εγχέω•влить лекарство в стакан χύνω φάρμακο στο ποτήρι•
влить воду в бочку χύνω νερό στο βαρέλι-.
2. μτφ. γεμίζω, πληρώ, φέρνω, δίνω•приятное известие -ло ему бодрость η ευχάριστη είδηση του ‘δοσε ζωντάνια.
3. ρίχνω, εφοδιάζω, ενισχύω•влить новые кадры в промышленность ρίχνω νέα στελέχη στη βιομηχανία.
1. χύνομαι, ρέω μέσα. || μτφ. πληρούμαι, γεμίζω•в меня -лась бодрость μέσα μου πλημμύρησα ζωντάνια.
2. προστίθεμαι, έρχομαι, ενώνομαι•-лись новые подкрепления ήρθαν καινούργιες ενισχύσεις.
-
5 добавить
-влю, -вишьρ.σ.μ.προσθέτω, επιπροσθέτω, συμπληρώνω, βάζω επί πλέον, ακόμα•-ьте мне супу βάλτε μου ακόμα σούπα•
сколько денег не хватают, я -влю όσα χρήματα δε φτάνουν, θα τα βάλλω εγώ.
|| λέγω γράφω επί πλέον, ακόμα•добавить следующее έχω να προσθέσω το εξής•
мне нечего добавить к тому δεν έχω να προσθέσω τίποτε σ' αυτό.
προστίθεμαι•-лось ещё одно огорчание προστέθηκε ακόμα μια στενοχώρια (θλίψη).
-
6 надвязывать
-
7 прибавить
-влго -вишь ρ.σ.μ.1. βάζω επιπρόσθετα, προσθέτω συμπληρωματικά, βάζω και άλλο, ακόμα λίγο•прибавить сахару βάζω ακόμα λίγη ζάχαρη•
прибавить вина в стакан ρίχνω ακόμα λίγο κρασί στο ποτήρι.
2. αυξαινω, ανεβάζω•-зарплату αυξαίνω τις αποδοχές•
прибавить огня в лампе ανεβάζω το φως της λάμπας.
3. βάζω, αυξαίνω κατά το βάρος•на курорте она -ла несколько килограммов στη λουτρόπολη αυτή έβαλε κάμποσα κιλά.
4. αμ. προσθέτω, λέγω•не забудьте, -ил он, что я скоро ухожу μην ξεχνάτε, πρόσθεσε αυτός, ότι γρήγορα φεύγω.
5. υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, τα παραλέω, τα παραφουσκώνω.6. κάνω αριθμητική πρόσθεση•прибавить три к семи προσθέτω τρία και εφτά.
προστίθεμαι, προσθέτομαι, αυξαίνομαι, μεγαλώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.•день -лся η μέρα μεγάλωσε•
он -лся на пять килограммов αυτός έβαλε (αύξησε το βάρος του) πέντε κιλά•
вода -лась η στάθμη του νερού ανέβηκε•
к бедности -лась ещё и болезнь στη φτώχεια προστέθηκε και η αρρώστεια.
-
8 привходить
-ходит, μτχ. ενστ. -дящийρ.δ. συμπληρώνω προστίθεμαι, συνενώνομαι. -
9 пристегнуть
ρ.σ.μ.1. κουμπώνω.2. ζεύω συμπληρωματικά ή παραπάνω.3. μτφ. (απλ.) προσθέτω•пристегнуть к рассказу ненужные подробности προσθέτω (βάζω) στο διήγημα άχρηστες λεπτομέρειες.
1. κουμπώνομαι κλπ. ρ.μ.2. ενώνομαι• προστίθεμαι. -
10 additionner
1) προστίθεμαι2) προσθέτω -
11 accrue
1) προκύπτω2) προστίθεμαι
См. также в других словарях:
προστίθεμαι — προστίθεμαι, προστέθηκα βλ. πίν. 138 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προστίθεμαι — ΝΜΑ βλ. προστίθημι … Dictionary of Greek
προστίθεμαι — προστίθημι put to pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστίθημι — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτιτίθημι και προστιθῶ, έω, Α [τίθημι] μέσ. προστίθεμαι συνάπτομαι, ενώνομαι με κάτι άλλο σε ένα σύνολο νεοελλ. φρ. «προστιθέμενη αξία» (οικον.) η διαφορά μεταξύ τής χρηματικής αξίας που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση… … Dictionary of Greek
συμπροσγίγνομαι — και δωρ. τ. συμποτιγίγνομαι και θεσσαλ. τ. συμπογγίγνομαι Α 1. προστίθεμαι σε κάτι, συνάπτομαι με κάτι 2. προστίθεμαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προσγίγνομαι «προστίθεμαι»] … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
προσανοικοδομούμαι — έομαι, Α [ἀνοικοδομοῡμαι] 1. οικοδομούμαι επιπροσθέτως ή προστίθεμαι κάπου ως οικοδόμημα ή ως πρόδομος 2. μτφ. προστίθεμαι κάπου ως αντιστάθμισμα («ἐλεημοσύνη γὰρ πατρὸς οὐκ ἐπιλησθήσεται καὶ ἀντὶ ἁμαρτιῶν προσανοικοδομηθήσεταί σοι», ΠΔ) … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia