-
1 προσευχη
ἥ1) молитва2) дом для молитв -
2 προσευχή
-
3 προσευχή
-
4 προσευχή
ἡ προσευχή молитва, мольба; 2. молельня, синагога; 3. место под открытым небом где иудеи совершали молитву -
5 προσευχή
{сущ., 37}1. молитва;Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία).Ссылки: Мф. 17:21; 21:13, 22; Мк. 9:29; 11:17; Лк. 6:12; 19:46; 22:45; Деян. 1:14; 2:42; 3:1; 6:4; 10:4, 31; 12:5; 16:13, 16; Рим. 1:9; 12:12; 15:30; 1Кор. 7:5; Еф. 1:16; 6:18; Флп. 4:6; Кол. 4:2, 12; 1Фес. 1:2; 1Тим. 2:1; 5:5; Флм. 1:4, 22; Иак. 5:17; 1Пет. 3:7; 4:7; Откр. 5:8; 8:3, 4. LXX: 8605 (הָלּפִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσευχή
-
6 προσευχή
{сущ., 37}1. молитва;Синонимы: 155 ( αἴτημα), 1162 ( δέησις), 1783 ( ἔντευξις), 2169 ( εὐχαριστία), 2171 ( εὐχή), 2428 ( ἱκετηρία).Ссылки: Мф. 17:21; 21:13, 22; Мк. 9:29; 11:17; Лк. 6:12; 19:46; 22:45; Деян. 1:14; 2:42; 3:1; 6:4; 10:4, 31; 12:5; 16:13, 16; Рим. 1:9; 12:12; 15:30; 1Кор. 7:5; Еф. 1:16; 6:18; Флп. 4:6; Кол. 4:2, 12; 1Фес. 1:2; 1Тим. 2:1; 5:5; Флм. 1:4, 22; Иак. 5:17; 1Пет. 3:7; 4:7; Откр. 5:8; 8:3, 4. LXX: 8605 (הָלּפִתְּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προσευχή
-
7 προσευχῇ
молитвемолитвой молитвы Молитвы προσεύχῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσευχῇ
-
8 προσεύχῃ
будешь молитьсяπροσευχῇΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσεύχῃ
-
9 προσευχή
1. молитва; 2. место для молитвы; син. αἴτημα, δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία; LXX: (תְּפִלָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προσευχή
-
10 προσευχή
[просэфхи] ουσ θ молитва. -
11 Προσευχή του Ιησού
Προσευχή του ΙησούИисусова молитва:Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με τον αμαρτωλόν — Господи Иисусе Христе, Сыне Божий, помилуй мя грешного
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Προσευχή του Ιησού
-
12 Αρχιερατική προσευχή
Αρχιερατική προσευχή ηАрхиерейская молитва Христа (как Архиерея Человечества), произнесенная Господом незадолго до его взятие евреями в Гефсиманском саду. Архиерейская молитва приводится в Евангелии от Иоанна на Тайной Вечери. Разделяется на молитву Господа о Себе, об Апостолах и о ЦерквиΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αρχιερατική προσευχή
-
13 εωθινή προσευχή
εωθινή προσευχή ηутреннее молитвенное правилоΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εωθινή προσευχή
-
14 Κυριακή προσευχή
Κυριακή προσευχή ηГосподня молитва, «Отче наш» – молитва, которую дал Христос ученикам в Нагорной проповеди (Мф. 6; 9-13)*Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Κυριακή προσευχή
-
15 προοιμιακοί προσευχή
προοιμιακοί προσευχή ηпредначинательная молитва, утренняя молитва, утреннее молитвенное правило, начинающееся со слов: «Во имя Отца и Сына и Святого Духа»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > προοιμιακοί προσευχή
-
16 προσευχομαι
-
17 πατερ(η)μά
-
18 πατερ(η)μά
-
19 αἴτημα
прошение, просьба, просимое, требование, желание; син. δέησις, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (שְׂאלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἴτημα
-
20 δέησις
просьба, прошение, моление, молитва; син. αἴτημα, ἔντευξις, εὐχαριστία, εὐχή, ἱκετηρία, προσευχή; LXX: (תְּחִנָּה), (רִנָּה), (תִּפְסַח).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δέησις
См. также в других словарях:
προσευχῇ — προσευχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχή — prayer fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχή — Λόγια που απευθύνονται τελετουργικά σε υπερανθρώπινα όντα (θεότητες, πνεύματα, φετίχ, προγόνους κλπ.), είτε σε αυθόρμητη μορφή είτε επαναλαμβανόμενα κατά ένα σταθερό τύπο. Δεν είναι βέβαιο αν προηγήθηκε η αυθόρμητη ή η τυποποιημένη π. Από καθαρά… … Dictionary of Greek
προσευχή — η δέηση, παράκληση προς το Θεό ή άγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεύχῃ — προσεύχομαι offer prayers pres subj mp 2nd sg προσεύχομαι offer prayers pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Προσευχή αμαρτωλών — Θρησκευτικό ποίημα, ένα από τα παλαιότερα μνημεία της βυζαντινής λογοτεχνίας, έργο πιθανότατα του 12ου αι. Αποτελείται από 16 ανομοιοκατάληκτους πολιτικούς στίχους … Dictionary of Greek
προσευχῆι — προσευχῇ , προσευχή prayer fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχαῖς — προσευχή prayer fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχαί — προσευχή prayer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχῆς — προσευχή prayer fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευχήν — προσευχή prayer fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)