-
1 προσγειώνομαι
atterrir -
2 προσγειώνομαι
lądować czas. -
3 προσγειώνομαι
1) přistát2) přistávat -
4 προσγειώνομαι
landΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσγειώνομαι
-
5 προσγειώνω
[-ώ (ο)] 1. μετ. посадить, приземлить (самолёт и т. п.);2. αμετ. приближаться к суше (о пароходе);1) — садиться, совершать посадку, приземляться;προσγειώνομαι [-οδμαι]
2) перен. спускаться, возвращаться с нёба на землю
См. также в других словарях:
προσγειώνομαι — προσγειώνομαι, προσγειώθηκα, προσγειωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αεροπροσγειώνομαι — και αεροπροσγειούμαι προσγειώνομαι ερχόμενος από τον αέρα … Dictionary of Greek
προσγειώνω — προσγείωσα, προσγειώθηκα, προσγειωμένος 1. φέρνω μηχανοκίνητο πετούμενο ξανά στη γη (αεροπλάνο, αερόστατο, διαστημόπλοιο). 2. το μέσ., προσγειώνομαι κατεβαίνω από τον αέρα στη γη: Tα αεροπλάνα προσγειώνονται στο αεροδρόμιο του νησιού. 3. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)