Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προσαμείβομαι

См. также в других словарях:

  • προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προσαμείβειν — προσαμείβομαι answer pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμείβετο — ποτᾱμείβετο , προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποταμείβομαι — Α (δωρ. τ.) προσαμείβομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αμείβομαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»