-
1 προσαμειβομαι
-
2 προσαμείβομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαμείβομαι
-
3 προσαμείβειν
προσαμείβομαιanswer: pres inf act (attic epic) -
4 ποταμειβομαι
-
5 ποταμείβετο
ποτᾱμείβετο, προσαμείβομαιanswer: imperf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic)προσαμείβομαιanswer: imperf ind mp 3rd sg (epic doric)
См. также в других словарях:
προσαμείβομαι — Α απαντώ, αποκρίνομαι σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀμείβομαι «απαντώ, αποκρίνομαι»] … Dictionary of Greek
προσαμείβειν — προσαμείβομαι answer pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμείβετο — ποτᾱμείβετο , προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) προσαμείβομαι answer imperf ind mp 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμείβομαι — Α (δωρ. τ.) προσαμείβομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + αμείβομαι] … Dictionary of Greek