-
1 заготавливать
1. (заблаговременно приготовлять) (προ)ετοιμάζω, προπαρασκευάζω 2. (закупать) εφοδιάζω, προμηθεύομαι 3. (за-пасать) (εν)αποθηκεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготавливать
-
2 подготавливать
1. (проводить предварительную работу для осуществления, выполнения чего-л) προετοιμάζω, προπαρασκευάζω 2. (давать необходимые знания, обучить) προετοιμάζω, καταρτίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подготавливать
-
3 приготовить
1. (привести в состояние готовности) (προ)ετοιμάζω 2. (настроить, расположить, подготовить к восприятию чего-л.) προετοιμάζω 3. (сделать, изготовить) φτιάχνω, παρασκευάζω 4. (заблаговременно заготовить) προετοιμάζω (προαιρετικά), προπαρασκευάζω 5. (выполнить, осуществить) ετοιμάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приготовить
-
4 готовить
гото́в||итьнесов1. ἐτοιμάζω, προπαρασκευάζω:\готовить кадры δημιουργώ στελέχη·2. (замышлять) ἐτοιμάζω, ἐπιφυλάσσω:\готовить сюрприз ἐτοιμάζω (или ἐπιφυλάσσω) ἐκπληξη· \готовить встречу ἐτοιμάζω ὑποδοχἤ3. (стряпать) μαγειρεύω:\готовить обед μαγειρεύω (или ἐτοιμάζω) τό φαγητό. -
5 подготавливать
подготавливатьнесов1. (προ)ετοιμάζω (тж. морально), (προπαρασκευάζω·2. (обучать) προετοιμάζω, προγυμνάζω. -
6 приготавливать
приготавливатьнесов1. προπαρασκευάζω, ἐτοιμάζω, προετοιμάζω·2. (пищу) μαγειρεύω, ἐτοιμάζω φαγητό. -
7 урок
урокм в разн. знач. τό μάθημα:посещать \уроки παρακολουθώ (τά) μαθήματα· брать (давать) \уроки παίρνω (παραδίνω) μαθήματα· делать \уроки προπαρασκευάζω τά μαθήματα μου· отвечать \урок λέγω τό μάθημα· извлечь \урок τό πάθημα γίνεται μάθημα· это послужит вам хорошим \уроком αὐτό θά σας γίνει κάλο μάθημα. -
8 подготовить
ρ.σ.μ.1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, προκαταρτίζω προγυμνάζω•подготовить материал для работы προετοιμάζω το υλικό για τη δουλειά•
подготовить лекцию προετοιμάζω διάλεξη•
подготовить наступление προετοιμάζω επίθεση•
подготовить к экзаменам προετοιμάζω για τις εξετάσεις.
2. προδιαθέτω•подготовить родных к горестному известию προετοιμάζω τους συγγενείς για θλιβερή είδηση.
προετοιμάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
9 приготовить
ρ.σ.1. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω• ετοιμάζω. || καταρτίζω•приготовить к поступлению в институт προετοιμάζω για εισαγωγήστο Ινστιτούτο.
2. προδιαθέτω, προϊδεάζω.3. φτιάχνω, παρασκευάζω•приготовить лекарство παρασκευάζω φάρμακο.
|| μαγειρεύω•приготовить обед ετοιμάζω το γεύμα.
|| εξασφαλίζω, εφοδιάζομαι•приготовить дрова к зиме ετοιμάζω καυσόξυλα για το χειμώνα.
|| κάνω•приготовить уроки ετοιμάζω τα μαθήματα.
(προ)ετοιμάζομαι, (προ)παρασκευάζομαι• (προ)καταρτίζομαι. -
10 приуготовить
ρ.σ.μ. παλ. προετοιμάζω, προπαρασκευάζω, προκαταρτίζω.
См. также в других словарях:
προπαρασκευάζω — ΝΜΑ παρασκευάζω εκ τών προτέρων, προετοιμάζω νεοελλ. (κυρίως για συμμετοχή σε εξετάσεις) προπαιδεύω, προετοιμάζω με μαθήματα κάποιον … Dictionary of Greek
προπαρασκευάζω — προπαρασκεύασα, προπαρασκευάστηκα, προπαρασκευασμένος 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προετοιμάζω: Προπαρασκευάζεται η συνάντηση των υπουργών των δύο κρατών. 2. προπαιδεύω, προγυμνάζω, προετοιμάζω με τη διδασκαλία: Προπαρασκευάζονται οι μαθητές για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προπαρασκευάσει — προπαρασκευάζω prepare beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προπαρασκευάζω prepare beforehand fut ind mid 2nd sg προπαρασκευάζω prepare beforehand fut ind act 3rd sg προπαρασκευάζω prepare beforehand aor subj act 3rd sg (epic) προπαρασκευάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευάσω — προπαρασκευάζω prepare beforehand aor subj act 1st sg προπαρασκευάζω prepare beforehand fut ind act 1st sg προπαρασκευάζω prepare beforehand aor subj act 1st sg προπαρασκευάζω prepare beforehand fut ind act 1st sg προπαρασκευάζω prepare… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευαζόντων — προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act masc/neut gen pl προπαρασκευάζω prepare beforehand pres imperat act 3rd pl προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act masc/neut gen pl προπαρασκευάζω prepare beforehand pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευασθέντα — προπαρασκευάζω prepare beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προπαρασκευάζω prepare beforehand aor part pass masc acc sg προπαρασκευάζω prepare beforehand aor part pass neut nom/voc/acc pl προπαρασκευάζω prepare beforehand aor part pass… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευάζει — προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind mp 2nd sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind act 3rd sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind mp 2nd sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευάζομεν — προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind act 1st pl προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind act 1st pl προπαρασκευάζω prepare beforehand imperf ind act 1st pl (homeric ionic) προπαρασκευάζω prepare beforehand imperf ind act 1st pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευάζον — προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act masc voc sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act neut nom/voc/acc sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act masc voc sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευάζοντα — προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act neut nom/voc/acc pl προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act masc acc sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act neut nom/voc/acc pl προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαρασκευάζοντι — προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act masc/neut dat sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind act 3rd pl (doric) προπαρασκευάζω prepare beforehand pres part act masc/neut dat sg προπαρασκευάζω prepare beforehand pres ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)