-
1 προκαλώ
προκαλέωcall forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: fut ind act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 προκαλῶ
προκαλέωcall forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: fut ind act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: pres subj act 1st sg (attic epic doric)προκαλέωcall forth: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 προκαλώ
(ε) (αόρ. προ(ε)κάλεσα) μετ.1) вызывать, возбуждать;προκαλώ όρεξη (απέχθεια) — вызывать аппетит (отвращение);
προκαλώ ενδιαφέρον (θαυμασμό, καυγά) — вызывать интерес (восхищение, ссору);
2) вызывать (на бой и т. п.);προκαλώ σε μονομαχία — вызывать на дуэль;
3) вызывать, провоцировать (на что-л.);4) причинять;προκαλώ ζημία — причинять вред
-
4 προκαλώ
[прокало] ρ вызывать. (драга), вызывать, причинять, провоцировать. -
5 προκαλώ
1) aguicher2) allumer3) amener4) attirer5) défier6) provoquer -
6 προκαλώ
1) powodować czas.2) prowokować czas.3) sprowokować czas.4) wywoływać czas.5) wyzywać czas. -
7 προκαλώ
1) dráždit2) hecovat3) podnítit4) provokovat5) působit6) vyprovokovat7) vyvolat8) vyvolávat9) vyzvat10) vyzývat -
8 προκαλώ
1) cause2) challenge3) induce4) provokeΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προκαλώ
-
9 αγανάκτηση
[-ις (-εως)] η негодование, возмущение гнев;προκαλώ ( — или κινώ) την αγανάκτηση — вызывать возмущение, возмущать
-
10 αμηχανία
η недоумение, озадаченность;растерянность; затруднительное положение;βρίσκομαι σε αμηχανία — недоумевать, быть в недоумении, в затруднительном положении;
προκαλώ αμηχανία — вызывать недоумение;
-
11 γέλως
(-ωτος) ο смех;σαρδόνιος γέλως — саркастический смех;
εκρήγνυμαι εις γέλωτα(ς) — разражаться смехом;
κινώ ( — или προκαλώ) τον γέλωτα — а) вызывать смех (у кого-л.), смешить (кого-л.); — б) становиться смешным (для кого-л.)
-
12 δυσαρέσκεια
η недовольство, неудовольствие;досада;προκαλώ ( — или προξενώ) δυσαρέσκεια — вызывать недовольство;
εκφράζω τη δυσαρέσκεια μου выразить своё неудовольствие -
13 δυσκολία
-
14 ενδιαφέρον
(-οντος) τό интерес, заинтересованность;δείχνω ( — или επιδεικνύω) ενδιαφέρον — проявлять интерес;
παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον ( — или μετ' ενδιαφέροντος) — наблюдать, следить за чём-л. со вниманием, с интересом;
έχω ( — или παρουσιάζω) ενδιαφέρον — представлять интерес;
έχω ενδιαφέρον εις τι — быгь заинтересованным в чём-л.;
προκαλώ το ενδιαφέρον (γιά κάτι) — вызывать интерес, возбуждать интерес (к чему-л.); — интересовать, заинтересовывать (чём-л.)
-
15 ενθουσιασμός
ο1) энтузиазм; воодушевление; вдохновение; восторг;εκδηλώνω ενθουσιασμό — проявлять энтузиазм;
με ενθουσιασμό — вдохновенно, с энтузиазмом;
προκαλώ τον ενθουσιασμό — приводить в восторг;
2) восторженность -
16 εντύπωση
[-ις (-εως)] η впечатление;κάνω ( — или προκαλώ, προξενώ) εντύπωση — производить (большое) впечатление;
αφήνω ( — или δίνω) την εντύπωση — создавать впечатление;
αποκομίζω τάς αρίστας των εντυπώσεων εκ... выносить наилучшие впечатления из...;έχω την εντύπωση ότι... — полагать, что...;
μένω με την εντύπωση... — у меня остаётся впечатление...;
μου δημιουργείται η εντύπωση... — у меня складывается впечатление, что...;
§ έχω την εντύπωση — мне кажется, по-моему...
-
17 ζημία
-
18 θαυμασμός
-
19 θόρυβος
ο1) шум, грохот;εκκωφαντικός θόρυβος — оглушительный шум;
θόρυβος φωνών — шум голосов;
θόρυβος των δρόμων ( — или οδών) — уличный шум;
οι θόρυβοι θεατρικής παράστασης — шумовое оформление спектакля;
κάνω θόρυβο — шуметь, поднимать шум; — наделать шуму;
προκαλώ μεγάλο θόρυβο перен. — нашуметь, наделать шуму; — приобретать шумную известность;
δημιουργώ θόρυβο γιά... — создавать шум вокруг чего-л.;
2) суматоха; шумиха;ξεσηκώνω θόρυβο — поднять шумиху;
§ πολύς θόρυβος γιά το τίποτε — много шума из ничего
-
20 κατακραυγή
η сильное возмущение; резкий протест (чаще публичный);προκαλώ τη γενική κατακραυγή — вызывать всеобщее возмущение, протест
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προκαλώ — προκαλῶ, έω, Ν Μ Α [καλώ] καλώ κάποιον σε αναμέτρηση (α. «προκαλώ σε μάχη» β. «ἴθι νῡν προκάλεσσαι Μενέλαον ἐξαῡτις μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. ερεθίζω, διεγείρω («τόν προκαλούσε με τα καμώματά της») 2. γίνομαι αιτία, προξενώ, επιφέρω (α.… … Dictionary of Greek
προκαλώ — προκαλώ, προκάλεσα βλ. πίν. 76 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλῶ — προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth fut ind act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω call forth pres subj act 1st sg (attic epic doric) προκαλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι … Dictionary of Greek
αναισθητίζω — προκαλώ απονάρκωση των αισθήσεων με κατάλληλα φάρμακα, ναρκώνω, υπνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος. ΠΑΡ. αναισθήτιση] … Dictionary of Greek
αναισθητοποιώ — προκαλώ σωματική αναισθησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίσθητος + ποιώ. ΠΑΡ. νεοελλ. αναισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
απογοητεύω — προκαλώ απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + γοητεύω. Η λ. μαρτυρείται στον Ν. Σαρίπολο. Ο τ. απαγοητεύω (αντί απογοητεύω) είναι εσφαλμένος και οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση της λ. με σύνθετα όπως απαγορεύω, απαθανατίζω κ.τ.ό. (πρβλ. και… … Dictionary of Greek
δυναμιτίζω — προκαλώ με ενέργειες ή λόγους σοβαρές κρίσεις («δυναμιτίζει τη συνεννόηση, το ήπιο κλίμα κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ηλεκτρολύω — προκαλώ ή επιφέρω ηλεκτρόλυση … Dictionary of Greek
κατασυγχύζω — προκαλώ σε κάποιον πολύ μεγάλη σύγχυση, συγκλονίζω, αναστατώνω, συνταράσσω κάποιον … Dictionary of Greek