Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προκάνω

  • 1 отстать

    -стану, -станешь, προστκ. отстань ρ.σ.
    1. μένω πίσω• βραδύνω, αργοπορώ, καθυστερώ. || δε προκάνω, δεν προφτάνω•

    отстать от поезда δεν προκάνω το τρένο.

    2. μένω τελευταίος. || μτφ. υστερώ•

    этот ученик очень -ал αυτός ο μαθητής έμεινε πολύ πίσω (στα μαθήματα)•

    отстать в развитии υστερώ στην ανάπτυξη•

    отстать от жизни μένω πίσω από τη ζωή.

    || πηγαίνω (μένω)•

    часы -ли το ρολάγι έμεινε πίσω.

    3. αποσπώμαι• ξεκολλώ πέφτω•

    штукатура -ла ο σοβάς έπεσε•

    кора -ла от ствола η φλούδα βγήκε από τον κορμό.

    || καθαρίζω•

    пятно -ло ο λεκές καθάρισε (βγήκε).

    4. ξεκόβω, αποχωρώ, κόβω σχέσεις, λύω τους δεσμούς•

    отстать от старых друзей ξεκόβω από τους παλαιούς φίλους.

    5. παρατώ, αφήνω, εγκαταλείπω• παύω να ασχολούμαι, να ενδιαφέρομαι. || ξεσυνηθίζω.
    6. παύω να ενοχλώ, αφήνω ήσυχο• παρατώ•

    отстинь от шеяа παράτα μας, άσε με ήσυχο, ξεφόρτωσε με.

    Большой русско-греческий словарь > отстать

  • 2 успеть

    успею, успеешь
    ρ.σ.
    1. προκάνω,προλαβαίνω, προφταίνω•

    успеть к поезду προλαβαίνω το τρένο•

    успеть на заседание προκάνω στη συνε δρίαση,

    2. παλ. πετυχαίνω• κατορθώνω• προοδεύω.

    Большой русско-греческий словарь > успеть

  • 3 опережать

    ξεπερνώ, προηγούμαι, προπορεύομαι, προλαβαίνω, προκάνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опережать

  • 4 застигать

    застигать
    несов, застигнуть сов βρίσκω, πιάνω, προκάνω:
    \застигать врасплох αἰφνιδιάζω· нас застиг дождь μᾶς ἐπιασε (ή) βροχή.

    Русско-новогреческий словарь > застигать

  • 5 антиципировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.κ.σ.
    προλαβαίνω, προκάνω• προνοώ, προμαντεύω.

    Большой русско-греческий словарь > антиципировать

  • 6 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 7 застать

    -тану, -танешь, προστκ. застань
    ρ.σ.μ. προκάνω, προφταίνω. || βρίσκω, πετυχαίνω•

    воина -ла его в афинах ο πόλεμος τον βρήκε στην Αθήνα•

    я ее -ал дома την πέτυχα στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > застать

  • 8 наготовить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•

    наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.

    2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•

    наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•

    наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.

    εφοδιάζω, προμηθεύω•

    на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•

    на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > наготовить

  • 9 чтоб

    κ. чтобы
    1. σύνδ. τελικός• γιανα,να•

    я сделаю всё чтоб успокоит вас θα κάνω το παν, για να σας καθησυχάζω•

    тороплюсь чтоб успеть на поезд βιάζομαι, για να προκάνω το τρένο•

    он любит чтоб ему льстили αυτός αγαπά να τον κολακεύουν.

    2. σύνδ. ειδικός•ότι, πως•

    сомневаюсь чтоб это удастся αμφιβάλλω πως θα πετύχει αυτό•

    чтоб не μήπως, για να μη•

    боюсь чтоб он не простудился φοβούμαι μήπως αυτός κρυολογήσει ή φοβούμαι να μην κρυολογήσει.

    || (για χρόνο) που, οπότε•
    3. μόριο• α) με σημ. διαταγής ή διαγωγής•

    чтоб этого больше не было! για να μην ξαναγίνει (επαναληφθεί) αυτό!•

    чтоб тебя больше не видел! να μη σε ξαναδώ πια! β) είθε, μακάρι, άμποτε•

    чтоб он лопнул! μακάρι να έσκαζε!

    Большой русско-греческий словарь > чтоб

См. также в других словарях:

  • προκάνω — προκάνω, πρόκανα και πρόκαμα βλ. πίν. 164 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προκάνω — Ν [κάνω] 1. προλαβαίνω, προφθάνω («δεν πρόκανα να τελειώσω τη δουλειά μου») 2. καταφθάνω κάποιον προπορευόμενο («άμα βιαστείς λίγο, θα τόν προκάνεις») …   Dictionary of Greek

  • προκάνω — πρόκανα, προλαβαίνω, προφταίνω: Δεν πρόκανε να τον σώσει από τον πνιγμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • προλαβαίνω — πρόλαβα, προφταίνω, προκάνω, φτάνω ή ενεργώ έγκαιρα, πριν συμβεί κάτι: Δεν προλάβαμε το τρένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτάνω — έφτασα, φτασμένος 1. αμτβ., βρίσκομαι τελικά εκεί όπου πήγαινα ή όπου με πήγαν, στον προορισμό μου ή σε ορισμένο σημείο της διαδρομής μου, έρχομαι κάπου: Φτάσαμε στην Τήνο. 2. είμαι κοντά, κοντεύω να έρθω, πλησιάζω, προσεγγίζω: Σε λίγο φτάνει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»