-
1 προειρημένος
η, ο[ν] вышеназванный, вышеуказанный; сказанный заранее -
2 προειρημένος
(от προ—αγορεύω) выше упомянутый
См. также в других словарях:
προειρημένος — προερέω say beforehand perf part mp masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ENNA — I. ENNA Graece Ε᾿ννα, pop. Atticae, Scholiasti Callimachi, qui eius iunctim cum Eleusine meminit, indigitatus. Unde Ε῎ννιος pro quo. Α῎ννιος habetur in vet. Inscr. hodieque haud procul Athenarum urbe, superstite: ΜΟΣΧΟΣ ΜΟΣΧΙΘΝΟΣ ΑΝΝΙΟΣ. apud Iac … Hofmann J. Lexicon universale
παροίχομαι — ΝΜΑ φρ. «παρωχημένοι χρόνοι» οι χρόνοι τού ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε κάτι κατά το παρελθόν, δηλ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος, αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι αρχ. 1. έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ… … Dictionary of Greek
προερώ — έω, ΜΑ (χρησιμοποιείται ως μέλλων τού προλέγω* και τού προαγορεύω*) 1. (μτχ. παρακμ.) προειρημένος, η, ον βλ. προλέγω 2. παθ. προεροῡμαι (για πόλεμο) προκηρύσσομαι αρχ. 1. καλώ κάποιον δημοσία 2. φρ. «ἔπεμπε κήρυκας... προερέοντας» έστελνε… … Dictionary of Greek
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek
ԿԱՆԽԱՃԱՌ — ( ) NBH 1 1050 Chronological Sequence: 8c, 12c ԿԱՆԽԱՃԱՌ եւ ԿԱՆԽԱՃԱՌԵԱԼ. προειρημένος praedictus. Նախագուշակ. նախաձայն. եւ Կանխաւ ճառեցեալ, նախասացեալ. *Կանխաճառ բանք մարգարէից, կամ մարգարէութիւնք. Լմբ. առակ.: *Այս շարադրութիւն կանխաճառեալն բանից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԱՆԽԱՃԱՌԵԱԼ — ( ) NBH 1 1050 Chronological Sequence: 8c, 12c ԿԱՆԽԱՃԱՌ եւ ԿԱՆԽԱՃԱՌԵԱԼ. προειρημένος praedictus. Նախագուշակ. նախաձայն. եւ Կանխաւ ճառեցեալ, նախասացեալ. *Կանխաճառ բանք մարգարէից, կամ մարգարէութիւնք. Լմբ. առակ.: *Այս շարադրութիւն կանխաճառեալն բանից … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԱՆԽԱՍԱՑ — (ի, ից.) NBH 1 1050 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. προρρητικός vaticinans, praedicens. Կանխաւ ասօղ. գուշակօղ. *Կանխասաց մարգարէին, կամ մարգարէիցն: Կանխասաց եղեալ մրգարէին՝ ասէ. Լմբ. վերափոխ.: Զքր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)