-
1 προδοτης
προδότην γενέσθαι πατρίδος Eur. — изменить отечеству;
π. τῶν ὅρκων Lys. — клятвопреступник;ὅ ἐν λέχει π. Eur. — нарушитель супружеской верности -
2 προδότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προδότης
-
3 προδότης
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > προδότης
-
4 προδότης
ο, προδότρ(ι)α и προδότισσα [-ις (-ιδος)] η предатель, -ница; измённи[к, -ца -
5 προδότης
предатель.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προδότης
-
6 προδότης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > προδότης
-
7 προδότης
предатель, изменник -
8 προδότης
[продотис] ονσ. а предатель, изменник. -
9 αυτεπαγγελτος
-
10 οκνεω
эп. ὀκνείω1) медлить, тянуть, т.е. не решаться(ἀρχέμεναι πολέμοιο Hom.)
μέ ὀ. δεῖ αὐτούς Thuc. — пусть они не колеблются;ὀκνεῖς ἀποκρίνασθαι ; Plat. — ты затрудняешься ответить?;οὐκ ἔτ΄ ὀ. καιρός Soph. — медлить больше нельзя2) воздерживаться, отказываться, не желать(ἵππων ἐπιβαινέμεν Hom.)
3) бояться, страшиться, опасаться(προδότης καλεῖσθαι Soph.; ὀκνοῦντες μέ οἱ Ἕλληνες μείναιεν - v. l. μένοιεν - ἐν τῇ νήσῳ Xen.)
-
11 παλιμπροδοτης
-
12 4273
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4273
См. также в других словарях:
προδότης — betrayer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότης — ο, ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. προδοτής, και θηλ. τ. προδότρια και προδότρα και προδότισσα, Ν, και θηλ. τ. προδότις, ιδος, Α [προδίδωμι] 1. αυτός που αθετεί όρκο ή ηθική αρχή ή υποχρέωση (α. «προδότης τού αγώνα» β. «προδότης τών ὅρκων», Λυσ.) 2. αυτός … Dictionary of Greek
προδοτής — ο, Ν βλ. προδότης … Dictionary of Greek
προδότης — ο θηλ. δότρα και δότισσα 1. αυτός που προδίνει την πατρίδα του. 2. αυτός που αθετεί τις ηθικές υποχρεώσεις του. 3. αυτός που αποκαλύπτει μυστικά ή κάποιον που κρύβεται: Την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη όμως κανένας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προδόται — προδότης betrayer masc nom/voc pl προδότᾱͅ , προδότης betrayer masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδοτῶν — προδότης betrayer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδόταις — προδότης betrayer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότῃ — προδότης betrayer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδότα — προδότᾱ , προδότης betrayer masc nom/voc/acc dual προδότης betrayer masc voc sg προδότᾱ , προδότης betrayer masc gen sg (doric aeolic) προδότης betrayer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιμπροδότης — παλιμπροδότης, ὁ (Α) αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης] … Dictionary of Greek
συμπροδότης — ὁ, Μ [συμπροδίδωμι] ο επίσης προδότης, προδότης όπως και κάποιος άλλος … Dictionary of Greek