-
1 προδήλω
-
2 προδήλῳ
-
3 προδήλωι
προδήλῳ, πρόδηλοςclear: masc /fem /neut dat sg
См. также в других словарях:
προδηλώ — όω, Α 1. καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων 2. δηλώνω σαφώς, πλήρως 3. δίνω από πριν οδηγίες, υποδείξεις σε κάποιον να κάνει κάτι 4. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προδηλούμενος, ένη, ον (σχετικά με πρόσ.) αυτός που προαναφέρθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… … Dictionary of Greek
προδήλῳ — πρόδηλος clear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδήλωι — προδήλῳ , πρόδηλος clear masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδήλωμα — τὸ, Μ [προδηλῶ] 1. δημόσια δήλωση 2. απόδειξη εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προδήλωσις — ώσεως, ἡ, Α [προδηλῶ] 1. η εκ τών προτέρων δήλωση για κάτι που θα συμβεί στο μέλλον, προφητεία 2. προειδοποίηση … Dictionary of Greek
προδηλωτικός — ή, όν, Α [προδηλῶ] αρμόδιος, κατάλληλος για την εκ τών προτέρων δήλωση, αυτός που φανερώνει κάτι προηγουμένως … Dictionary of Greek