-
1 балка
I.(мех., стр.) η δοκ/ός, το δοκάριпродольные днищевые - и мор. διαμήκεις - οί του πυθμέναверхняя продольная - мор. άνω διαμήκης ---килевая мор. - της τρόπιδας, η όρθια τρόπιςколосниковая - (тепл.) το προεσχάριοнижняя продольная - мор. κάτω διαμήκης -тавровая - см. однотавровая -II.(ложбина) η χαράδρα, το φαράγγι, η φάραγξ, η ρεματιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балка
-
2 буна
(запруда, полузапруда) гидр. о πρόβολος, το εγκάρσιο φράγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буна
-
3 бушприт
мор. о πρόβολος, разг. το (μ)πομπρέσο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бушприт
-
4 вылет
1. (полёт) η πτήση 2. (сво-бодная длина выступающей части конструкции или машины) το ανέρειστο, ο πρόβολος, η προεξοχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вылет
-
5 зоб
1. (расширенная часть пищевода у птиц, насекомых и моллюсков) о πρόβολος των πτηνών 2. (опухолевидное увеличение щитовидной железы) η βρογχοκήλη, η κήλη στον λαιμό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зоб
-
6 консоль
1. тех. το ανέρτειστο, ο πρόβολος (δοκός)разг. η κονσόλα (ξεν.). - с подкосом - με αγκώνα/στήριγμα2. (подставка) η αντηρίδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консоль
-
7 кронштейн
ο βραχίον/ας, ο βραχίωντο (υπο)στήριγμα, ο πρόβολοςразг. η κονσόλα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кронштейн
-
8 свес
стр. το ανέρειστο, ο πρόβολος, η προεξοχήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > свес
-
9 ухо
I.(орган слуха и равновесия у человека и позвоночных животных) о ους, разг. το αυτίII.тех. (приспособление) о πρόβολοςбуксировочное - της ρυμούλκησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ухо
-
10 ушко
тех. το αυτί, η μάπα, ο πρόβολοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ушко
-
11 кронштейн
-а α.1. καταβολέας, πρόβολος, φουρούσι.2. στήριγμα οριζόντιο (για εξαρτήματα, μηχανισμούς). -
12 Ledge
subs.Ledge of rock: V. χοιράς. ἡ.Projection: P. πρόβολος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ledge
-
13 Projection
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Projection
См. также в других словарях:
πρόβολος — anything that projects masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβολος — ον, Α βλ. πρόβολος. ο, ΝΑ, και πρόβολος, ον, Α νεοελλ. 1. ναυτ. πλάγιος ιστός που προεξέχει από την πλώρη ιστιοφόρου πλοίου, κν. μπομπρέσο 2. τεχνολ. α) (στη γεφυροποιία) η προεξοχή που κατασκευάζεται κυρίως στα υποβρύχια τμήματα τών μεσοβάθρων… … Dictionary of Greek
μπομπρέσο ή πρόβολος ιστός — Κατάρτι των ιστιοφόρων που βρίσκεται στο ακραίο σημείο της πλώρης και έχει κλίση 20 25 μοιρών περίπου ως προς τον ορίζοντα. Κατά μήκος του μ. εκτείνεται η κάτω πλευρά των φλόκων (αρτεμόνων). Στα ιστιοφόρα μέσων και μεγάλων διαστάσεων, το μ.… … Dictionary of Greek
προβόλοις — πρόβολος anything that projects masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλου — πρόβολος anything that projects masc gen sg προβέβουλα prefer pres imperat mid 2nd sg (attic epic doric) προβέβουλα prefer imperf ind mid 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλους — πρόβολος anything that projects masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλων — πρόβολος anything that projects masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβόλῳ — πρόβολος anything that projects masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβολοι — πρόβολος anything that projects masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόβολον — πρόβολος anything that projects masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρτι ή ιστός — Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι, κάθετο στον επιμήκη άξονα του πλοίου, όπου αναρτώνται οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά. Επινοήθηκε, όταν κατέστη δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ο άνεμος ως κινητήρια δύναμη. Το κ., και γενικά η αρματωσιά (εξαρτία) των πλοίων … Dictionary of Greek