-
1 Barrier
subs.P. and V. ἔρυμα, τό, πρόβλημα, τό, P. προβολή, ἡ.Anything that hinders: P. κώλυμα, τό, διακώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό, ἐναντίωμα, τό.Be a barrier to, v.: P. ἐμπόδιος εἶναι (gen.), P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.), ἐμποδὼν γίγνεσθαι (dat.).Barriers against crime: P. ἐμφράγματα τῶν ἁμαρτημάτων (Isoc. 148A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Barrier
-
2 projection
[-ʃən]noun προβολή/ρίψη -
3 promotion
[-ʃən]1) (the raising of a person to a higher rank or position: He has just been given (a) promotion.) προαγωγή2) (encouragement (of a cause, charity etc): the promotion of world peace.) προώθηση3) (the activity of advertising a product etc: He is against the promotion of cigarettes.) διαφήμιση,προώθηση,προβολή -
4 Bulwark
subs.P. and V. ἔρυμα, τό, ἔπαλξις, ἡ, τεῖχος, τό, V. ἕρκος, τό.met., of a person: V. ἔρεισμα, τό, πύργος, ὁ; see Defence.Bulwark against: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥύμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ή (gen.), ἀλκή, ἡ (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.).Bulwarks of a ship: V. παραρρύσεις νεώς (Æsch., Supp. 715).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bulwark
-
5 Defence
subs.Bulwark: P. and V. ἔρυμα, τό, ἔπαλξις, ἡ, V. ἕρκος, τό.Used concretely of a person: V. ἔρεισμα, τό, πύργος, ὁ.Defence against: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥῦμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ἡ (gen.), ἀλκή, ἡ (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.).These are the defences I threw up to protect Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).Means of defence: P. and V. σωτηρία, ἡ, V. ἀλκή, ἡ.Reply to charges, subs.: P. ἀπολογία, ἡ, ἀπολόγημα, τό.Advocacy: P. συνηγορία, ἡ.Justificaticn: P. δικαίωμα, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Defence
-
6 Protection
subs.Safety: P. and V. σωτηρία, ἡ.Shelter: P. σκέπη, ἡ (Plat.).Defence, bulwark: P. and V. ἔρυμα, τό, ἔπαλξις, ἡ, V. ἕρκος, τό.Used concretely of a person: V. ἔρεισμα, τό, πύργος, ὁ.Protection against: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥῦμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ἡ (gen.), ἀλκή, ἡ (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.).What protection will this be to me? V. τί δὴ τόδʼ ἔρυμά μοι γενήσεται; (Eur., Phoen. 983).Laying aside their spears, the protection of their lord: V. λόγχας δὲ θέντες δεσπότου φρουρήματα (Eur., El. 798).Safe-guard: P. φυλακή, ἡ, φυλακτήριον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Protection
-
7 Shelter
subs.P. σκέπη, ἡ (Plat.), σκέπασμα, τό (Plat.).I have a secure shelter in this rock: V. ἐν τῇδε πέτρᾳ στέγνʼ ἔχω σκηνώματα (Eur., Cycl. 324).Want of shelter: P. τὸ ἀστέγαστον.A shelter for the purple fishers: V. πορφυρευτικαὶ στέγαι (Eur., I.T. 263).Shelter from: P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), V. ἔρυμα, τό (gen.), ῥύμα, τό (gen.), ἔπαλξις, ἡ (gen.), ἀλκή, ἡ προβολή, ἡ (gen.).met., take shelter behind: P. προβάλλεσθαί, τι, προτείνεσθαί, τι (lit., put something before as an excuse).Under shelter of: see under cover of, under Cover.——————v. trans.P. σκεπάζειν (Xen.), P. and V. στέγειν (Xen.).Shelter oneself behind: see take shelter behind, under Shelter.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shelter
-
8 projection
1) ακτινοβολία2) προβολή3) υπολογισμός
См. также в других словарях:
προβολή — putting forward fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
προβολή — η 1. προέκταση, προεξοχή: Προβολή της κάτω γνάθου. 2. εμφάνιση φωτεινών εικόνων σε πανί: Η προβολή του έργου αρχίζει σε λίγο. 3. προσπάθεια ανάδειξης ατόμου, προϊόντος κτλ., με τη συνεχή δημόσια γνωστοποίηση των θετικών χαρακτηριστικών του:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προβολῇ — προβολῆι , προβολεύς producer masc dat sg (epic ionic) προβολή putting forward fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεογραφική προβολή — (Γεωδ. Χαρτογρ.). Αζιμουθιακή προοπτική, που έχει το προβολικό κέντρο πάνω στη σφαίρα και στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο από το σημείο επαφής του προβαλλόμενου επίπεδου. Ιδιότητες της σ. π. είναι οι εξής: Η προβολή περιφέρειας που διέρχεται από … Dictionary of Greek
κεφαλική προβολή — Η θέση του εμβρύου κατά τη διάρκεια του τοκετού, όπου κατά τη δίοδό του από τον πυελογεννητικό σωλήνα προβάλλει από τον κόλπο πρώτη η κεφαλή. Είναι η συνηθέστερη θέση και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για έναν ομαλό και φυσιολογικό τοκετό … Dictionary of Greek
ПУБЛИЧНОЕ ХОДАТАЙСТВО — • Προβολή, форма жалобы, при которой жалобщик, прежде чем лично обратиться к подлежащему суду, старается достигнуть предрешения самодержавного народа. Тогда как при эйсангелии (см. Ει̉σαγγελία, Эйсангелия) народ мог сам, по своему… … Реальный словарь классических древностей
προβολαῖς — προβολή putting forward fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαῖσι — προβολή putting forward fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολαί — προβολή putting forward fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβολᾷ — προβολή putting forward fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)