Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προίσταμαι

См. также в других словарях:

  • προΐσταμαι — βλ. πίν. 159 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: προΐσταμαι : η μτχ. ενεστώτα απαντάται κυρίως ως ουσιαστικό (ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη, με την έννοια του επικεφαλής σε υπηρεσία κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προίσταμαι — προίστημι set before pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προΐσταμαι — ΝΜΑ βλ. προΐστημι …   Dictionary of Greek

  • προΐσταμαι — διεθύνω, είμαι επικεφαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοροστατώ — χοροστάτησα 1. για αρχιερέα, ιερουργώ, προΐσταμαι στην τέλεση της θείας λειτουργίας. 2. προΐσταμαι στο χορό (στην εκκλησία ή στο θέατρο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… …   Dictionary of Greek

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… …   Dictionary of Greek

  • επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο …   Dictionary of Greek

  • επιιερουργώ — ἐπιιερουργῶ, έω (Α) προΐσταμαι σε θυσία …   Dictionary of Greek

  • επιτροπεύω — (AM ἐπιτροπεύω) [επιτροπή] ασκώ καθήκοντα επιτρόπου, είμαι επίτροπος, επιστατώ, διευθύνω («ἦ τούτου ἕνεκα ἱκανὸς ἔσται ἐπιτροπεύειν;», Ξεν.) αρχ. 1. (με γεν.) διοικώ, κυβερνώ 2. (με αιτ.) διευθύνω, κυβερνώ, προΐσταμαι («θαυμάζω δ’ ὅπως τὸν δῆμον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»