-
1 προιξ
ϊκός и προίξ, οικός ἥ (только в косв. падежах)1) дар, подарок, подношение Hom.2) приданое Lys., Plat., Arst., Dem.τῶν προικῶν δοῦλοι Plut. — рабы приданого, т.е. женившиеся по расчету
-
2 προίξ
-
3 προίξ
-
4 προικιδιον
См. также в других словарях:
προῖξ — προίξ gift indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίξ — gift fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίξ — κός, ιων. τ. πρόϊξ, ἡ, Α βλ. προίκα … Dictionary of Greek
προικί — προίξ gift fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικῶν — προίξ gift fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικός — προίξ gift fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προιξί — προίξ gift fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προιξίν — προίξ gift fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῖκα — προίξ gift fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῖκας — προίξ gift fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προῖκες — προίξ gift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)