Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

προέλκω

См. также в других словарях:

  • προέλκω — ΝΜΑ νεοελλ. ναυτ. μεθορμίζω ή προσορμίζω πλοίο τραβώντας σχοινιά δεμένα στην ξηρά ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία μσν. αρχ. τραβώ, σύρω προς τα εμπρός ή προς τα έξω αρχ. παρασύρω, παρακινώ με τεχνάσματα …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • προελκομένως — Α επίρρ. διεξοδικά, εν εκτάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προελκόμενος, μτχ. μέσ. ενεστ. τού προέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • προελκυσμένως — Α επίρρ. προελκομένως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προελκυσμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού προέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • προελκόντως — ΜΑ επίρρ. πλεοναστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προέλκων, οντος, μτχ. τού προέλκω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • προηλκυσμένως — Α επίρρ. εκτενέστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προηλκυσμένος, μτχ. παθ, παρακμ. τού προέλκω] …   Dictionary of Greek

  • προολκή — η, Ν [προέλκω] 1. έλξη προς τα εμπρός 2. εργασία τής μεθόρμισης σκάφους με παλαμάρια 3. η επαναφορά τού σωλήνα ναυτικού πυροβόλου στην πρόσθια θέση μετά την ανάκρουση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»