-
1 πραττω
-
2 πράττω
πράττω 1. делать что, заниматься чем; 2. взимать долги, налоги (εῦ πράττειν быть благополучным) -
3 πράττω
(αόρ. έπραξα) 1. μετ.1) делать, поступать; действовать; 2) выполнять; έπραξε το καθήκον του он выполнил свой долг; 2. αμετ.: έπραξες καλώς (κακώς) ты правильно, хорошо (плохо) поступил -
4 πράττω
(πραγ) делаю, поступаю -
5 πράττω
[пратто] ρ делать, совершать, делать, действовать, поступать. -
6 πρασσω
эп.-ион. πρήσσω, атт. πράττω (pf. 1 πέπρᾱχα, pf. 2 πέπρᾱγα; pass.: fut. 1 πραχθήσομαι, fut. 2 πρᾱγήσομαι, aor. 1 ἐπράχθην, aor. 2 ἐπράγην с ᾱ, pf. πέπραγμαι, fut. 3 πεπράξομαι; adj. verb. πρακτέος)1) проходить, пролетать, проделывать(κέλευθον Hom.; ὁδόν HH. и ὁδοῖο Hom.)
2) переезжать, переплывать(ἅλα Hom.)
3) делать, совершать, приводить в исполнение(φόνον, ἀρετάς Pind.)
πέπρακται τοὔργον Aesch. — дело сделано;φεῦ φεῦ πέπρακται! Eur. — увы, свершилось!;τὸ πραχθέν Plat., τὰ πραχθέντα Aesch. и τὰ πεπραγμένα Pind., Dem. — содеянное, совершенное;τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἄρχοντος πραχθέντα погов. Luc. — то, что было сделано до архонта Эвклида, т.е. преданное забвению ( намек на общую амнистию всех причастных к злодеяниям Тридцати тираннов);περισσὰ π. Soph. — (пытаться) делать невозможное;ὅ τῷ θυμῷ πραχθεὴς φόνος Plat. — убийство, совершенное в гневе;π. καὴ βουλεύειν Soph. — помогать делом и советом4) добиваться, достигать(οὐδὲν π. δυνάμενος Polyb.)
ἔπρηξας καὴ ἔπειτα Hom. — добилась ты-таки наконец;χρῆμα οὐ πρήξεις Hes. — ничего ты не достигнешь5) работать, трудиться, заниматьсяτὰ ἑαυτοῦ π. Soph. — заниматься собственными делами;
π. τὰ πολιτικά и τὰ τῆς πόλεως Plat., τὰ πράγματα Lys. — заниматься общественно-политическими делами;τὰ γεωργικὰ εὖ π. Xen. — с успехом заниматься земледелием;π. τινί, πρός и ἔς τινα или ὑπέρ τινος Thuc., Dem. — работать в пользу кого-л. или держать чью-л. сторону;πολλὰ π. Her. — хлопотать, суетиться, метаться6) действовать, поступать(κατὰ τοὺς νόμους Plat.)
σὺν ἀργύρῳ π. Soph. — действовать с помощью подкупа7) готовить, устраивать, устанавливать(φιλίαν, εἰρήνην Dem.)
κάθοδόν τινι π. Plut. — добиваться возвращения кого-л. (из ссылки);τῶν Κορινθίων πρασσόντων ὅπως τιμωρήσονται αὐτούς Thuc. — так как коринфяне готовились отомстить им (афинянам)8) причинять, доставлять9) оканчивать(ся), завершать(ся)(ὅ στόλος οὕτω ἔπρηξεν Her.)
κατὰ τέν ναυμαχίαν οὕτως ἐπεπράγεσαν Thuc. — таков был исход морского сражения10) оканчивать (жизнь), погибать11) губить, умерщвлять(τινά Aesch.)
12) получать, приобретать(ἄκοιτιν, κλέος Pind.)
13) вести переговоры, договариваться(περὴ εἰρήνης Xen.)
14) проводить жизнь, чувствовать себяεὖ (καλῶς, εὐτυχῶς, μακαρίως, εὐδαιμόνως, ἀγαθόν) π. Plat., Xen., Trag., Arph. — быть счастливым, процветать;
πῶς ἄρα πράσσει Ξέρξης? Aesch. — что с Ксерксом?;τὸ εὖ π. παρὰ τέν ἀξίαν Dem. — незаслуженное счастье;εὖ πρᾶσσε! (в — письмах) Plat. будь счастлив!;κακῶς (φλαύρως, δυστυχῆ) π. Her., Aesch., Thuc. — быть несчастным;χαλεπώτατα π. Thuc. — быть в весьма трудном положении;μικρὰ καὴ φαῦλα π. Dem. — находиться в самом жалком положении15) заставлять платить, взыскивать, взимать(φόρον παρά τινος Her.; τὰς ἐσφοράς Dem.)
π. τινὰ τὰ χρήματα Xen. — требовать с кого-л. денег;τι καὴ πράξεις με ὑπὲρ αὐτοῦ σύ ; Luc. — сколько ты с меня потребуешь за него?;φόρους ἐκ или ἀπὸ τῶν πόλεων πράττεσθαι Thuc. — требовать дани с городов;τὰ πραττόμενα Polyb. — налоги16) воздавать, каратьπατρὸς φόνον π. Aesch. — мстить за убийство отца;
ἀντίποινα πράξειν Aesch. — отомстить17) хитростью передавать, предавать(τινὴ τέν πόλιν Polyb.)
οἱ πράσσοντες Thuc. — участники заговора -
7 υμετερον
ἢν μέ τὸ ὑ. ἀντίον γένηται Her. — если с вашей стороны не будет препятствий;
τὸ ὑ. τῆς δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι Thuc. — в вашем характере делать меньше, чем можете;πράττω τὸ ὑ. τοῦτο Plat. — я делаю это в ваших интересах;τὰ ὑμέτερα ἀσφαλῶς ἔχει Xen. — ваши дела в безопасности;τὰ ὑμέτερα αὐτῶν Dem. — ваше собственное достояние -
8 εναντίο
[ν] 1. προθ. με γεν. против; вопреки;εναντίο του ρεύματος — против течения;
εναντίο της θελήσεως του — против его воли;
εναντίο του νόμου — вопреки закону;
εναντίο του ορθού λόγου — вопреки здравому смыслу;
τό εναντίο (τουναντίον) — наоборот, совершенно иначе, напротив;
ομιλώ εναντίο τινός — выступать против кого-л.;
2. (τό) противоположность, противоположное, противное, обратное;εγώ είπα ακριβώς το εναντίο — я сказал совершенно обратное;
πράττω τα εναντία των όσων λέγω — говорить одно, а делать другое
-
9 εύ
επίρρ. книжн, хорошо, отлично; правильно, верно;(τό) εύ ζην — честная праведная жизнь;
εύ πράττω — благоденствовать;
εύ καί καλώς εποίησας — ты правильно поступил;
ως εύ παρέστης! — добро пожаловать;
§ ουκ εν τω πολλώ το εύ αλλ' εν τω εύ το πολύ — погов, лучше меньше да лучше
-
10 πράξη
πράξη η1) поступок, акт, действие, делоЭтим.< дргр. πράξις < πράττω «делать, совершать» -
11 πεπραγμένα
см. πραττω -
12 πέπρακται
см. πραττω
См. также в других словарях:
πράττω — πράττω, έπραξα βλ. πίν. 27 Σημειώσεις: πράττω : σε στερεότυπες κυρίως εκφρ., όπως: καλώς έπραξες. Η λόγια παθητική μτχ. παρακειμένου έχει επιβιώσει ως ουσιαστικό (τα πεπραγμένα για πράξεις και αποφάσεις συμβουλίου, οργάνου κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
πράττω — έπραξα, πράχτηκα, πραγμένος, κάνω, εκτελώ, πραγματοποιώ κάτι: Πράττω το καθήκον μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πράττω — πρά̱ττω , πράσσω pass through pres subj act 1st sg (attic) πρά̱ττω , πράσσω pass through pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
συμπράττω — ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α [πράττω] πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ. γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι … Dictionary of Greek
επαναλαμβάνω — επανέλαβα και επανάλαβα, επαναλήφτηκα, επανειλημμένος, μτβ. 1. αναλαμβάνω κάτι ξανά: Επανέλαβα τα καθήκοντά μου. 2. λέω ή πράττω ξανά, ξαναλέω, ξανακάνω: Επαναλαμβάνει τα ίδια. 3. λέω ή πράττω ό,τι κάποιος άλλος είπε ή έπραξε: Επανέλαβε όσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
праца — труд, работа, занятие , южн., зап. (Даль), укр. праця, блр. праца. Заимств. через польск. рrаса из чеш. рrасе. Ср. слвц. рrаса, др. польск. рrоса, в. луж. рrоса, н. луж. рrоса. Реконструируют праслав. *роrti̯а, сближаемое с сербохорв. пра̏тити… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia