-
1 sell
[sel]past tense, past participle - sold; verb1) (to give something in exchange for money: He sold her a car; I've got some books to sell.) πουλώ2) (to have for sale: The farmer sells milk and eggs.) πουλώ3) (to be sold: His book sold well.) πουλώ,κάνω πωλήσεις4) (to cause to be sold: Packaging sells a product.) πουλώ,βοηθώ στις πωλήσεις•- sell-out- be sold on
- be sold out
- sell down the river
- sell off
- sell out
- sell up -
2 hawk
-
3 market
1. noun1) (a public place where people meet to buy and sell or the public event at which this happens: He has a clothes stall in the market.) αγορά2) ((a place where there is) a demand for certain things: There is a market for cotton goods in hot countries.) αγορά2. verb(to (attempt to) sell: I produce the goods and my brother markets them all over the world.) πουλώ,διοχετεύω στην αγορά- marketing
- market-garden
- market-place
- market-square
- market price/value
- market research
- be on the market -
4 peddle
['pedl](to go from place to place or house to house selling (small objects): Gypsies often peddle (goods) from door to door.) πουλώ(μικροαντικείμενα από γειτονιά σε γειτονιά)- pedlar -
5 retail
-
6 sell up
(to sell a house, business etc: He has sold up his share of the business.) πουλώ -
7 undersell
past tense, past participle - undersold; verb(to sell goods at a lower price than (a competitor).) πουλώ φτηνότερα από -
8 sell
1) εκποιώ2) πουλώ
См. также в других словарях:
πουλώ — άω, ΝΜ βλ. πωλώ … Dictionary of Greek
πουλώ — πούλησα, πουλήθηκα, πουλημένος 1. δίνω πράγμα με τίμημα. 2. διαθέτω, έχω για πούλημα (αντίθ. αγοράζω). 3. μτφ., προδίνω: Πούλησε όλους τους φίλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσπιπράσκω — Α πουλώ κάτι ακόμη ή πουλώ κάτι συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… … Dictionary of Greek
ακριβοπουλώ — και άω 1. πουλώ κάτι σε υψηλή τιμή, πολύ ακριβά, μοσκοπουλώ 2. προσφέρω κάτι έναντι μεγάλου ηθικού ή υλικού τιμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + πουλώ] … Dictionary of Greek
καταπιπράσκω — (Α) (επιτ. τ. τού πιπράσκω*) πουλώ εξ ολοκλήρου, ξεπουλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
κοτυλίζω — (Α) [κοτύλη] 1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», Αριστοτ.) 2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῑς πένησιν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
μισθοπιπράσκω — (Α) πουλώ με δόσεις που καταβάλλονται με τη μορφή μισθώματος, εκμισθώνω για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε η εκμίσθωση να ισοδυναμεί με πώληση με δόσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + πιπράσκω «πουλώ»] … Dictionary of Greek
ξεπουλώ — άω 1. πουλώ εξ ολοκλήρου κτήματα, πράγματα ή εμπορεύματα 2. (για έμπορο) α) εξαντλώ όλα τα εμπορεύματα β) πουλώ ορισμένα είδη σε χαμηλές τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πωλῶ (αόρ. ἐξ επώλησα), βλ. και λ. ξ(ε) ] … Dictionary of Greek
πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… … Dictionary of Greek
παραπωλώ — έω, Α 1. πουλώ κάτι σε τιμή κατώτερη από την τρέχουσα τιμή τής αγοράς 2. πουλώ παράνομα ή με αθέμιτο τρόπο … Dictionary of Greek