-
1 политический
πολιτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > политический
-
2 politik
πολιτικός -
3 sivil
πολιτικός -
4 siyasetçi
πολιτικός -
5 politicien
πολιτικός -
6 politický
πολιτικός -
7 politik
πολιτικός -
8 political
πολιτικός -
9 politician
πολιτικός -
10 statesman
πολιτικός -
11 polityczny
πολιτικός -
12 polityk
πολιτικός -
13 siyasi
πολιτικός, πολιτευόμενος -
14 политический
политический πολιτικός· \политический деятель ο πολιτικός, ο πολιτικός παράγοντας* * *полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός, ο πολιτικός παράγοντας
-
15 гражданский
гражданский του πολίτη, πολιτικός юр. αστικός \гражданскийие права τα πολιτικά δικαιώματα \гражданский брак ο πολιτικός γάμος \гражданский долг το χρέος του πολίτη \гражданскийая война о εμφύλιος πόλεμος* * *του πολίτη, πολιτικός; юр. αστικόςгражда́нские права́ — τα πολιτικά δικαιώματα
гражда́нский брак — ο πολιτικός γάμος
гражда́нский долг — το χρέος του πολίτη
гражда́нская война́ — ο εμφύλιος πόλεμος
-
16 политический
полити́ческ||ийприл πολιτικός:\политический строй τό πολιτικό καθεστώς· \политическийая экономия ἡ πολιτική οίκονομία· \политический деятель ὁ πολιτικός, ὁ πολιτευτής, ὁ πολιτικός ἀνήρ, ὁ πολιτικός παράγων. -
17 гражданский
επ.1. πολιτικός• αστικός•-ие законы πολτική δικονομία•
-ое право αστικό δίκαιο•
гражданский кодекс αστικός κώδικας•
гражданский долг το χρέος του πολίτη•
акты -го состояния ληξιαρχικές πράξεις ληξιαρχείο•
-ие власти οι πολιτικές αρχές•
гражданский иск πολιτική αγωγή.
2. ιδιωτικός (μη στρατιωτικός)•-ая служба πολιτική υπηρεσία•
гражданский воздушный флот πολιτική αεροπορία•
-ое платье πολιτική ενδυμασία.
3. πολιτικός (μη θρησκευτικός)•гражданский брак πολιτικός γάμος.
εκφρ.- ая смерть – πολιτικός θάνατος (στέρηση όλων των πολιτικών δικαιωμάτων). -
18 политик
-а α.1. ο πολιτικός•дальновидный политик οξυδερκής πολιτικός•
разумный политик σώφρονας πολιτικός•
большой политик μεγάλος πολιτικός.
2. βλ. политзаключенный. -
19 политический
επ.πολιτικός•политический режим πολιτικό καθεστώς•
политический строй, -ая система πολιτικό σύστημα•
политический деятель πολιτικός παράγοντας•
-ая борьба πολιτικός αγώνας, πολιτική διαμάχη•
-ие события πολιτικά γεγονότα•
-ие партии πολιτικά κόμματα•
политический преступник πολιτικός εγκληματίας•
-ие права πολιτικά δικαιώματα•
-ая экономия πολιτική οικονομία (επιστήμη).
-
20 деятель
деятель м: государственный \деятель о κρατικός παράγοντας общественный \деятель о δημόσιος άνδρας политический \деятель о πολιτικός профсоюзный \деятель о συνδικαλιστής заслуженный \деятель науки о διακεκριμένος επιστήμονας заслуженный \деятель искусств о διακεκριμένος καλλιτέχνης* * *мгосуда́рственный де́ятель — ο κρατικός παράγοντας
обще́ственный де́ятель — ο δημόσιος άνδρας
полити́ческий де́ятель — ο πολιτικός
профсою́зный де́ятель — ο συνδικαλιστής
заслу́женный де́ятель нау́ки — ο διακεκριμένος επιστήμονας
заслу́женный де́ятель иску́сств — ο διακεκριμένος καλλιτέχνης
См. также в других словарях:
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
πολίτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [Πόλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη ή αυτός που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη («πολίτικος χαλβάς») 2. το θηλ. ως ουσ. η πολίτικη κοινή ονομασία μιας ποικιλίας τού φυτού που είναι γνωστό με τη… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει στην πολιτική: Πολιτικά κόμματα. 2. αυτός που αναφέρεται στον πολίτη: Πολιτικές ελευθερίες. 3. αυτός που αναφέρεται στην πολιτεία: Πολιτικός γάμος. 4. επιτήδειος: Πολιτικότατη απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός — πολῑτικός , πολιτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτικος — η, ο από την Κωνσταντινούπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
Σκουλούδης, Στέφανος — Πολιτικός (Κωνσταντινούπολη 1838 Αθήνα 1928). Καταγόταν από γνωστή κρητική οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά όταν ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, μετά την αποφοίτηση του, ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μαζί με τον Ανδρέα … Dictionary of Greek
Στάης, Σπυρίδων — Πολιτικός (1859 1932). Καταγόταν από τα Κύθηρα και σπούδασε φυσικομαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αρχικά υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια της χώρας αλλ’ από το 1892 ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχτηκε βουλευτής Κυθήρων και με… … Dictionary of Greek
φίλιστος — Πολιτικός και ιστορικός από τις Συρακούσες, λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από τον συγγενή του Διονύσιο τον Πρεσβύτερο, τον οποίο βοήθησε να καταλάβει την αρχή. Διετέλεσε πρώτος υπουργός και στρατιωτικός διοικητής του, αλλά μετά έπεσε στη δυσμένειά … Dictionary of Greek
Δεληγιάννης, Θεόδωρος — Πολιτικός. Βλ. λ. Δηλιγιάννης, Θεόδωρος … Dictionary of Greek
Σιάντος, Γεώργιος — Πολιτικός (1890 1947). Προσχώρησε νωρίς στο σοσιαλιστικό κίνημα. Διετέλεσε στέλεχος του καπνεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Φυλακίστηκε πολλές φορές για την πολιτική του δραστηριότητα. Το 1942 νοσηλευόταν σαν κρατούμενος στη μονή της Πέτρας… … Dictionary of Greek