-
1 многообразиеный
многообразие||ныйприл ποικιλόμορφος, πολυποίκιλος, πολύμορφος. -
2 всевозможный
επ.παντοειδής, πολυποίκιλος, Ολων των ειδών, κάθε λογής, είδους, παντοδαπός•всевозможный товар παντοειδές εμπόρευμα•
-ые цветы όλων των ειδών λουλούδια.
-
3 разнообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноποικίλος, διάφορος, διαφόρων ειδών, παντός είδους, παντοειδής, κάθε λογής, ποικιλόμορφος•очень разнообразный πολυποίκιλος.
-
4 фигуристый
επ., βρ: -рист, -а, -о.1. πολύμορφος, ποικιλλόσχημος, πολυποίκιλος.2. βλ. фигуральный.
См. также в других словарях:
πολυποίκιλος — much variegated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλος — η, ο / πολυποίκιλος, ον ΝΜΑ πάρα πολύ ποικίλος, αυτός που παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (α. «πολυποίκιλες αντιδράσεις» β. «πολυποίκιλα προβλήματα» γ. «ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ», ΚΔ) (μσν αρχ.) πολυποίκιλτος, πολύ διακοσμημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πολυποικιλώτατα — πολυποίκιλος much variegated adverbial superl πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλον — πολυποίκιλος much variegated masc/fem acc sg πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικιλώτατος — πολυποίκιλος much variegated masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλοις — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλου — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλων — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποικίλῳ — πολυποίκιλος much variegated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλα — πολυποίκιλος much variegated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυποίκιλε — πολυποίκιλος much variegated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)