-
1 возникать
возник||атьнесов ἀναφύομαι, ἐγείρομαι/ ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (появляться)/ γεννώμαι (зарождаться):\возникатьают новые города ἀνεγείρονται (или χτίζονται) νέες πόλεις· у иее возникло сомнение. τής γεννήθηκε ἡ ἀμφιβολία· у меня возникла мысль μοῦ ήλθε ἡ ἰδέα· \возникатьают новые трудности παρουσιάζονται καινούριες δυσκολίες. -
2 обрастать
обрастатьнесов, обрасти́ сов1. σκεπάζομαι, γεμίζω:\обрастать волосами, шерстью μαλλιάζω, σκεπάζομαι ἀπό μαλλιά· обрасти грязью γεμίζω ἀπό λάσπη, καταλα-σπώνομαι·2. (домами, садами и т. п.) γεμίζω, περιβάλλομαι:города обросли поселками οἱ πόλεις γέμισαν γύρω ἀπό προάστεια. -
3 город
-а, πλθ. -а, -ов α.1. πόλη, πολιτεία, χώρα•столичный город πρωτεύουσα•
главный город πρωτεύουσα νομού ή επαρχίας•
-а-герои πόλεις -ηρωίδες•
в черте -а μέσα στα τείχη της πόλης, στο εσωτερικό αυτής•
за -ом έξω από την πόλη, στα προάστεια, στα περίχωρα• στην εξοχή•
зеленный город πράσινη πόλη (με πολύ πράσινο).
2. παλ. πόλη εντός φρουρίου.3. (στα σκλαβάκια) το διαχωρισμένο μέρος κάθε ομάδας.εκφρ.за -ом – στα προάστεια•ни к селуни к -у – χωρίς αιτία και αφορμή, χωρίς λόγο. -
4 означить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. означенный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.1. παλ. σημειώνω, παρασταινω με σημάδια•означить на карте большие и маленькие города σημειώνω στο χάρτη τις μεγάλες και μικρές πόλεις.
2. καθορίζω•означить время καθορίζω το χρόνο.
σημειώνομαι ευκρινώς, ξεχωρι ζω,διακρίνομαι. -
5 районо
α. άκλ, (συντομογραφία): районный отдел народного образования επαρχιακό τμήμα λαϊκής παιδείας ή (για τις πόλεις) αχτιδικό τμήμα λαϊκής παιδείας. -
6 село
-а, πλθ. сла ουδ.χωριό, κεφαλοχώρι•города и сёла πόλεις και χωριά•
труженики сл и горогов οι εργαζόμενοι των χωριών και των πόλεων.
-
7 Leading
adj.Chief: P. and V. πρῶτος.Dominant: P. and V. κύριος.Occupy the leading place, v.: P. πρωτεύειν.The leading cities: P. αἱ προεστῶσαι πόλεις.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Leading
-
8 Link
subs.Joint: V. ἁρμός, ὁ.met., bond: P. and V. δεσμός, ὁ, σύνδεσμος, ὁ.Part: P. and V. μέρος, τό.This is the link that holds together the cities of men: V. τὸ γὰρ τοι σύνεχον ἀνθρώπων πόλεις τοῦτʼ ἔστι (Eur., Supp. 312).Events long past I have found to be as I said, though they involve difficulties as far as trusting every link in the chain of evidence: P. τὰ μὲν οὖν παλαιὰ τοιαῦτα ηὗρον χαλεπὰ ὄντα παντὶ ἑξῆς τεκμηρίῳ πιστεῦσαι (Thuc. 1, 20).Torch: see Torch.——————v. trans.met., P. and V. συνδεῖν.Hold together: P. and V. συνέχειν.To what a destiny are you linked: V. οἵᾳ συμφορᾷ συνεζύγης (Eur., Hipp. 1389).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Link
-
9 Several
adj.Some few: P. ὀλίγοι τινές.Theg sailed away to their several cities: P. ἀπέπλευσαν... ὡς ἕκαστοι κατὰ πόλεις (Thuc. 1, 89).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Several
-
10 Snarl
v. intrans.Show the teeth: Ar. σεσηρέναι (perf. of σαίρειν).When the cities you ruled saw you snarling and showing your teeth at one another: Ar. ἐπειδὴ ʼγνωσαν ὑμᾶς αἱ πόλεις ὧν ἤρχετε ἠγριωμένους ἐπʼ ἀλλήλοισι καὶ σεσηρότας (Pax. 619).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Snarl
-
11 Teem
v. intrans.Abound: P. εὐπορεῖν, V. πληθύειν (Plat. also but rare P.), Ar. and V. βρύειν, θάλλειν.Teem with: P. εὐπορεῖν (gen. or dat.), ἀκμάζειν (dat.), V. πληθύειν (gen. or dat.) (Plat. also but rare P.), πλήθειν (gen.), Ar. and V. βρύειν (gen. or dat.).Flow with: P. and V. ῥεῖν (dat.).The cities are teeming with a rabble of mixed breeds: P. ὄχλοις συμμίκτοις πολυανδροῦσιν αἱ πόλεις (Thuc. 6, 17).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Teem
-
12 Undermine
v. trans.He undermines and prises open the door: V. σκάπτει μοχλεύει θύρετρα (Eur., H. F. 999).met., P. διορύσσειν, Ar. and V. ὑπέρχεσθαι.Our position has been undermined in our several cities: P. διορωρύγμεθα κατὰ πόλεις(Dem. 118).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Undermine
-
13 Votary
subs.P. θεραπευτής, ὁ.Lover: P. and V. ἐραστής, ὁ.Unjust is the goddess.And many a prosperous home and city hath she entered and left to the ruin of her votaries: V. ἄδικος ἡ θεός· πολλοὺς δʼ ἐς οἴκους καὶ πόλεις εὐδαίμονας εἰσῆλθε κἀξῆλθʼ ἐπʼ ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων (Eur., Phoen. 532).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Votary
-
14 Weakness
subs.P. and V. ἀσθένεια, ἡ (rare V.), P. ἀρρωστία, ἡ.Powerlessness: P. ἀδυνασία, ἡ.Want of energy: P. μαλακία, ἡ.Worthlessness: P. and V. φαυλότης, ἡ.This is a source of weakness to most states: V. ἐν τῷδε γὰρ κάμνουσιν αἱ πολλαὶ πόλεις (Eur., Hec. 306).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Weakness
-
15 Withdraw
v. trans.Draw back: Ar. ἀνασπᾶν; see draw back.Retract: P. ἀνατίθεσθαι (acc. or absol.), P. and V. ἐκβάλλειν (acc.).I withdraw my former words: V. καὶ τῶν παλαιῶν ἐξαφίσταμαι λόγων (Eur., I A. 479).When we had withdrawn our steps from this house: V. ἐπεὶ μελάθρων τῶνδʼ ἀπήραμεν πόδα (Eur., El. 774).Keep apart: P. and V. ἐξαιρεῖν (or mid.).Remove, secretly: P. and V. ὑπεκτίθεσθαι, ὑπεκπέμπειν, ἐκκλέπτειν, ἐκκομίζεσθαι, P. ὑπεκκομίζειν, V. ὑπεκλαμβάνειν, ὑπεκσώζειν.Withdraw ( a case at law): P. διαγράφεσθαι (δίκην).V. intrans.Retire: P. and V. ἀναχωρεῖν (Eur., Phoen. 730. Rhes. 775), ὑποστρέφειν, ἀποχωρεῖν, Ar. and P. ἐπαναχωρεῖν, ὑποχωρεῖν; see Depart.Of an army: P. ἀπανίστασθαι, ἐπανάγειν (Xen.), ἀνάγειν (Xen.); see Retreat.Withdraw privily: P. ὑπεξέρχεσθαι,The Athenians withdrew from the conference: P. οἱ μὲν Ἀθηναῖοι μετεχώρησαν ἐκ τῶν λόγων (Thuc. 5, 112).We have withdrawn from Amphipolis in Philip's favour: P. Φιλίππῳ... Ἀμφιπόλεως παρακεχωρήκαμεν (Dem. 63).Cities from which the king withdrew in favour of the Greeks: P. πόλεις... ὧν βασιλεὺς... ἀπέστη τοῖς Ἕλλησι (Dem. 198).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Withdraw
См. также в других словарях:
πολεῖς — πολέω go about pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλεις — Πόλις city fem nom/voc pl (attic epic) Πόλις city fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεις — πόλις city fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) πόλις city fem nom/acc pl (attic epic doric ionic) πόλις city fem nom pl (attic epic ionic) πολέω go about imperf ind act 2nd sg (attic epic) πολύς many masc nom/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επακρίδες πόλεις — ἐπακρίδες πόλεις (Α) [επί + άκρα] οι πόλεις που είναι κτισμένες πάνω σε λόφους … Dictionary of Greek
Ἑπτά πόλεις μάρναντο σοφὴν διὰ ῥίζαν Ὁμηρου… — См. Семь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek