-
1 πολεμικος
31) военный, боевой(κίνδυνοι Thuc.; ἄσκησις Xen.; πλοῖα, σκευή, ἐπιστήμη, βίος Plat.)
2) приученный к военному делу(ἵπποι Xen.)
3) воинственный(ἀνήρ Xen., Plat.; θεοί Plat.)
4) преисполненный вражды, враждебный(ἔρις καἴ ὀργή Xen.)
5) важный в военном отношении, нужный на войне(ἀσπίς, κτῆμα Xen.)
-
2 πολεμικός
πολεμικός, ή, όν 1. относящийся к войне, военный; 2. опытный в ведении войны; (τά πολεμικά военное дело; ср. полемика) -
3 πολεμικός
η, ό[ν]1) военный; воинский;πολεμικό (πλοίο) — военный корабль;
πολεμικό ναυτικό — военно-морской флот;
πολεμική αεροπορία — военно-воздушные силы;
πολεμικό δυναμικό — военный потенциал;
πολεμικες επιχειρήσεις — военные действия;
πολεμική τέχνη — военное искусство;
πολεμικά μέσα — боевые средства;
2) боевой; воинственный;πολεμικό μένος — воинственный пыл, воинственность;
3) полемический -
4 πολεμικός
3 военный, воинственный -
5 θυμοειδης
-
6 πολεμιστήριος
ία, ον см. πολεμικός -
7 στόλος
ο флот;πολεμικός (εμπορικός) στόλος — военно-морской (торговый) флот;
στόλος των ποταμών — или ποτάμιος στόλος — речной флот
См. также в других словарях:
πολεμικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει ή ασχολείται με τον πόλεμο: Πολεμικός ανταποκριτής – Πολεμικός στόλος κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… … Dictionary of Greek
πολεμικά — πολεμικός of neut nom/voc/acc pl πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc/acc dual πολεμικά̱ , πολεμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτερον — πολεμικός of adverbial comp πολεμικός of masc acc comp sg πολεμικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτω — πολεμικός of masc/neut nom/voc/acc superl dual πολεμικός of masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικωτάτων — πολεμικός of fem gen superl pl πολεμικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικῶν — πολεμικός of fem gen pl πολεμικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικόν — πολεμικός of masc acc sg πολεμικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατα — πολεμικός of adverbial superl πολεμικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμικώτατον — πολεμικός of masc acc superl sg πολεμικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)