-
1 строй
1. строй м 1) το πολίτευμα; государственный \строй το καθεστώς· общественный \строй το κοινωνικό καθεστώς; демократический \строй το δημοκρατικό πολίτευμα· социалистический \строй το σοσιαλιστικό καθεστώς 2) воен., спорт, η σύνταξη 2. строй παρατάσσω, συντάσσω \стройся (в ряды) συντάσσομαι* * *м1) το πολίτευμαгосуда́рственный строй — το καθεστώς
обще́ственный строй — το κοινωνικό καθεστώς
демократи́ческий строй — το δημοκρατικό πολίτευμα
2) воен., спорт. η σύνταξη -
2 правление
правление с 1) η διοίκηση· форма \правлениея το πολίτευμα 2) (орган управления ) η διεύθυνση* * *с1) η διοίκησηфо́рма правле́ния — το πολίτευμα
2) ( орган управления) η διεύθυνση -
3 строй
1. (система построения чего-л.) η παράταξη, ο σχηματισμόςη διάταξηвыходить из - я θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω2. (система общественного, государственного устройства, формация) το καθεστώςτο σύστημαгосударственный - κρατικό -, το πολίτευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строй
-
4 государственный
государственн||ыйприл κρατικός, δημόσιος:\государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις. -
5 демократия
демократ||ияж ἡ δημοκρατία, τό δημοκρατικό[ν] πολίτευμα:народная \демократияия ἡ λαϊκή δημοκρατία· буржуазная \демократияия ἡ ἀστική δημοκρατία· страны народной \демократияии οἱ χῶρες τής λαϊκής δημοκρατίας. -
6 конституция
конституцияж1. τό σύνταγμα, τό πολίτευμα·2. анат. ἡ σωματική διάπλαση. -
7 правление
правлени||ес1. ἡ (δια)κυβέρνηση [-ις]. ἡ διοίκηση [-ις]:образ \правлениея τό πολίτευμα·2. (учреждение) ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ διοί-κηση [-ις], τό διοικητικό συμβούλιο:член \правлениея банка (кооператива и т. п.) τό μέλος διοικητικού συμβουλίου τραπέζης (συνεταιρισμού κ.λ.π.)· ◊ бразды \правлениея τά ἡνία τοῦ κράτους. -
8 строй
стро||йм1. τό καθεστώς, τό σύστημα:государственный \строй τό πολίτευμα, τό καθεστώς· социалистический \строй τό σοσιαλιστικό καθεστώς· общественный \строй τό κοινωνικό καθεστώς· колхозный \строй τό σύστημα τών κολχόζ· 2.:грамматический \строй языка ἡ γραμματική διάρθρωση τής γλώσσας·3. воен. ἡ παράταξη [-ις], ἡ σύν-ταξη [-ις]:сомкнутый \строй ή, πυκνή παράταξη· боевой \строй ἡ παράταξη μάχης· ◊ вступать в \строй (о предприятии) ἀρχίζω νά λειτουργώ· вводить в \строй ἀρχίζω νά χρησιμοποιώ· выводить из\стройя θέτω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύω· выйти из \стройи βγαίνω ἐκτος μάχης, ἀχρηστεύομαι. -
9 аристократия
-и θ.1. αριστοκρατία.2. πολίτευμα αριστοκρατικό. -
10 демократический
επ.δημοκρατικός•демократический централизм δημοκρατικός συγκεντρωτισμός•
-ая республика δημοκρατία (δημοκρατικό πολίτευμα)•
демократический строй δημοκρατικό καθεστώς•
-ое законодательство δημοκρατική νομοθεσία•
-ие преобразования δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις•
-ие права δημοκρατικά δικαιώματα.
|| παλ. λαϊκός•-ое чувство το λαϊκό αίσθημα.
-
11 Policy
subs.Course of action: P. προαίρεσις, ἡ.Public policy: P. προαίρεσις, ἡ, πολιτεία, ἡ, πολίτευμα, τό.Good policy: P. and V. εὐβουλία, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Policy
-
12 Political
adj.P. πολιτικός.Political act: P. πολίτευμα, τό, τὰ πεπολιτευμένα.Enter political life: P. πρὸς τὰ κοινὰ προσέρχεσθαι (Dem. 312).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Political
-
13 rejim
καθεστώς, πολίτευμα -
14 régime
1) καθεστώς2) πολίτευμα3) δίαιτα -
15 režim
1) δίαιτα2) καθεστώς3) πολίτευμα -
16 zřízení
1) δίαιτα2) καθεστώς3) πολίτευμα4) σύνταγμα -
17 regime
1) δίαιτα2) καθεστώς3) πολίτευμα -
18 reżim
1) δίαιτα2) καθεστώς3) πολίτευμα -
19 ustrój
1) δίαιτα2) καθεστώς3) πολίτευμα
См. также в других словарях:
πολίτευμα — business of government neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτευμα — το, ΝΜΑ [πολιτεύομαι] το πολιτειακό καθεστώς μιας χώρας το οποίο στηρίζεται στο Σύνταγμα (α. «δημοκρατικό πολίτευμα» β. «πολιτεύματα σωφρονικά», Δίον. Αλ.) νεοελλ. 1. ο τρόπος, η μορφή οργάνωσης τής πολιτικής εξουσίας σε μια πολιτεία, σε ένα… … Dictionary of Greek
πολίτευμα — το 1. το πολιτειακό καθεστώς που προβλέπει το Σύνταγμα μιας χώρας. 2. (νομ.), το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής εξουσίας σ ένα κράτος: Πολίτευμα δημοκρατικό. – Πολίτευμα μοναρχικό. – Πολίτευμα κοινοβουλευτικό κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οχλοκρατία — Πολίτευμα στο οποίο κυβερνά ο όχλος. Τον όρο χρησιμοποίησε κυρίως ο Αριστοτέλης, για να υποδηλώσει τις παρεκτροπές από το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο όρος σήμερα τείνει να πάψει να χρησιμοποιείται, μετά τη διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτικών… … Dictionary of Greek
πολίτευμ' — πολίτευμα , πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτευμάτων — πολίτευμα business of government neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύμασι — πολίτευμα business of government neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύμασιν — πολίτευμα business of government neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύματα — πολίτευμα business of government neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύματι — πολίτευμα business of government neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτεύματος — πολίτευμα business of government neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)