Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ποιοτης

  • 1 высший

    высш||ий
    прил ἀνώτερος, ἀνώτατος/ ὑπέρτατος (крайний):
    \высшийее образование ἡ ἀνωτάτη ἐκπαίδευση· \высшийее учебное заведение τό ἀνώτατο ἐκπαιδευτικό ίδρυμα, ἡ ἀνωτάτη σχολή· \высший сорт ἡ ἀνωτάτη ποιότης· в \высшийей степени στον ὑπέρτατο βαθμόν \высшийая математика τά ἀνώτερα μαθηματικά· \высшийая мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή.

    Русско-новогреческий словарь > высший

  • 2 сорт

    сорт
    м τό είδος, ἡ λογή/ ἡ ποιότη-τα [-ης] (качество):
    одного́ \сорта τής ἰδιας ποιότητας· бумага двух \сорто́в χαρτί δύο είδῶν, δυό λογιών χαρτί· ткани разных \сорто́в λογής-λογής ὑφάσματα· высший \сорт ἡ ἀνωτέρα (или ἀρίστη) ποιότης· такого \сорта люди разг οἱ τέτοιου είδους ἀνθρωποι.

    Русско-новогреческий словарь > сорт

См. также в других словарях:

  • ποιότης — quality fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιοτήτοιν — ποιότης quality fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιοτήτων — ποιότης quality fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότησι — ποιότης quality fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότησιν — ποιότης quality fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότητα — ποιότης quality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότητας — ποιότης quality fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότητες — ποιότης quality fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότητι — ποιότης quality fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότητος — ποιότης quality fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιότητα — η / ποιότης, ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός] η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»