Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ποιεῖσθαι+ὥστε

  • 1 Defensive

    adj.
    P. ἀμυντήριος, V. λεξητήριος.
    Act on the defensive, v.: P. and V. μνεσθαι.
    Defensive alliance, subs.: P. ἐπιμαχία, ἡ.
    Make an alliance with the Argives for defensive purposes: P. πρὸς Ἀργείους συμμαχίαν ποιεῖσθαι ὥστε τῇ ἀλλήλων ἐπιμαχεῖν (Thuc. 5, 27).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Defensive

  • 2 Effect

    subs.
    Virtue, operativeness: P. δύναμις, ἡ.
    Result: P. and V. τέλος, τό, ἔργον, τό.
    That which happens: P. τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἐκβαίνοντα.
    Produce an effect, do good (of persons), v.: P. and V. πλέον πράσσειν, V. πλέον ἐργάζεσθαι, P. πλέον ποιεῖν.
    I produce no effect by my counsel: V. παραινουσʼ οὐδὲν εἰς πλέον ποιῶ (Soph., O.R. 918).
    Have effect: P. προὔργου εἶναι, P. and V. ὠφελεῖν.
    Have no effect: P. οὐδὲν προὔργου εἶναι, P. and V. οὐκ ὠφελεῖν.
    Of no effect, adj.: P. and V. μταιος; see Vain.
    To no effect, adv.: P. and V. μτην, ἄλλως, V. ματαίως; see in vain, under Vain.
    Have the effect of, bring it about that, v.: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.).
    Take effect: use P. ἐνεργὸς εἶναι.
    ( Speak) to this effect: P. and V. τοιαῦτα or τοιδε λέγειν.
    ——————
    v. trans.
    Accomplish: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, πράσσειν, διαπράσσειν (or mid. in P.), ἐργάζεσθαι, κατεργάζεσθαι, ἐπεργάζεσθαι; see Accomplish.
    Bring it about that: P. and V. πράσσειν ὥστε (infin.), V. ἐκπράσσειν ὥστε (infin.); see also see to it that.
    Effect a landing: P. ἀπόβασιν ποιεῖσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Effect

См. также в других словарях:

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • χαριστήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον ευχαριστήρια προσφορά 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»