-
1 close-up
noun (a photograph or film taken near the subject and thus big in scale: The close-up of the model showed her beautiful skin.) γκρο πλαν
См. также в других словарях:
πλάν — Α (δωρ. τ.) βλ. πλήν … Dictionary of Greek
πλάν — πλά̱ν , πλήν except doric (indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Nikos Aliagas — Nikos Aliagas. Nikos Aliagas (born 13 May 1969 in Paris) (Greek: Νίκος Αλιάγας) is a Greek born French host of the French music reality program named Star Academy. One of his parents came from the area of Stamna in the prefecture of… … Wikipedia
Vrisko To Logo Na Zo — Infobox Album | Name = Vrisko To Logo Na Zo Type = studio Artist = Elena Paparizou Released = June 12, 2008 Recorded = 2008 Genre = Pop rock, House, Pop, Modern Laïka, Ambient music Length = 49:44 Language = Greek Label = Sony BMG/RCA Producer =… … Wikipedia
Planet, der — Der Planēt, des en, plur. die en, aus dem Lat. Planeta, und Griech. πλανƞτƞς, ein Stern, welcher seinen Stand gegen andere Sterne beständig verändert, im Gegensatze der Fixsterne, welche ihren Stand am Himmel dem Ansehen nach nicht merklich… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
έχθριος — ἔχθριος (Μ) [εχθρός] εχθρικός («ἔχθριος ὀργή», Πλαν.) … Dictionary of Greek
μόλγης — μόλγης, ητος, ὁ (Α) μοχθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολγός + επίθημα ης, ητος (πρβλ. πεν ης, πλάν ης)] … Dictionary of Greek
ομοιόαρκτος — ὁμοιόαρκτος, ον (Μ) (για δύο κατά σειρά λέξεις) αυτός που αρχίζει με τα ίδια γράμματα («ἡ παρίσωσις γίνεται... κατ ἀρχὴν μὲν οἷον: προσήκει προθύμως, ὃ καὶ ὁμοιόαρκτον λέγεται», Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + αρκτος (< ἄρχομαι)] … Dictionary of Greek
πλανύττω — ΜΑ, πλανύσσω Α περιφέρομαι εδώ κι εκεί, πλανώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σε ύττω, πιθ. ποιητικός τ. αντί τού πλανῶμαι. Ο τ. πλαν ύσσω πιθ. κατά τα ἀλύσσω, πτερύσσω] … Dictionary of Greek
πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… … Dictionary of Greek