-
1 plane
I 1. [plein] noun1) (an aeroplane.) αεροπλάνο2) (a level or standard: Man is on a higher plane (of development) than the apes.) επίπεδο3) (in geometry, a flat surface.) επίπεδη επιφάνεια2. verb(to move smoothly over the surface (of water etc).) γλιστρώ στην επιφάνειαII 1. [plein] noun(a carpenter's tool for making a level or smooth surface.) πλάνη(εργαλείο)2. verb(to make (a surface) level, smooth or lower by using a plane.) πλανίζωIII [plein] noun(a type of tree with broad leaves.) πλάτανος -
2 Plane
adj.In geometry: P. ἐπίπεδος.——————subs.In geometry: P. ἐπίπεδον, τό.Carpenter's plane: P. ξυήλη, ἡ (Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Plane
См. также в других словарях:
πλάτανος — πλάτανος, ο και πλατάνι, το το γνωστό δέντρο που φυτρώνει και ευδοκιμεί σε υγρά μέρη: Λέει η αγράμπελη μυριανθισμένη στον άγριο πλάτανο που τη θωρεί (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάτανος — Platanus orientalis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάτανος — Γένος φυτών της οικογένειας των Πλατανιδών, της τάξης των ροδωδών (δικοτυλήδονα). Τα πιο αξιόλογα καλλιεργούμενα είδη είναι ηπ. η ανατολική καιπ. η δυτική. Το πρώτο είναι το γνωστό πλατάνι, που φύεται σε όλη την Ελλάδα, στις όχθες των ποταμών,… … Dictionary of Greek
Πλάτανος — Sp Plãtanas Ap Πλάτανος/Platanos L Kreta ir V Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Κάτω Πλάτανος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πλατάνου … Dictionary of Greek
Νέος Πλάτανος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας … Dictionary of Greek
Αγαλλόπουλος, Χρίστος — (Πλάτανος Ναυπάκτου 1897 Αθήνα 1959).Νομικός και κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Ελλάδα, συνέταξε τον σχετικό νόμο, διηύθυνε το ΙΚΑ από την ίδρυσή του έως το 1954 και χρημάτισε εμπειρογνώμονας του Διεθνούς… … Dictionary of Greek
πλατάνοιο — πλάτανος Platanus orientalis fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατάνοις — πλάτανος Platanus orientalis fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατάνοισι — πλάτανος Platanus orientalis fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατάνου — πλάτανος Platanus orientalis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)