-
1 изложница
η μήτρα, ο τύπος, το καλούπι--, заполняемая снизу - με πλήρωση απόκάτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изложница
-
2 плазмоцитома
(физиол., мед.) το πλα-σμ(ατ)οκύτωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плазмоцитома
-
3 разгонка
1. (заготовки) (прок.) η πλά-τυνση/αύξηση διαστάσεων (για τη μείωση του πάχους) 2. хим. η επαναληπτική απόσταξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разгонка
-
4 искусственный
искусственный 1) τεχνητός 2) ψεύτικος (поддельный) πλα στός (притворный)* * *1) τεχνητός2) ψεύτικος ( поддельный); πλαστός ( притворный) -
5 детекция
детекцияприл !. (относящийся к детям) παιδικός / βρεφικός (младенческий):\детекцияие ясли ὁ βρεφικός σταθμός· \детекция сад ὁ παιδικός κήπος· \детекция дом -ό παιδικό ἄσυ-λο, τό ὁρφανοτροφείο· \детекция врач ὁ παιδίατρος·2. перен (ребяческий) παιδιάστικος, παιδαριώδης, παιδιακήσιος:\детекцияие рассуждения ὁΐ -Μδιάστικοι συλλογισμοί· \детекция почерк ὁ -αιδιακήσιος γραφικός χαρακτήρας· ◊ \детекцияое место анат. ὁ πλα-κοῦς, τό ὕστερο[ν], -
6 коренастый
коренастыйприл γεροδεμένος, πλα-τύσωμος. -
7 оружие
ору́ж||иес τό ὅπλο[ν] / собир. τά ὀπλα:огнестрельное \оружие τό πυροβόλο ὅπλο· холодное \оружие τά ἀγχέμαχα ὅπλα· атомное \оружие τό ἀτομικό ὅπλο· водородное \оружие τά ὑδρο-γονικά ὅπλα· химическое \оружие τά χημικά ὅπλα· браться за \оружие παίρνω τά ὀπλα призывать к \оружиеию καλῶ στά ὅπλα· сложить \оружие καταθέτω τά ὅπλα· бряцать \оружиеием κραδαίνω τά ὅπλα, φοβερίζω μέ τά ὅπλα· к \оружиеию! στά δ,πλα! -
8 шириться
ширитьсянесов прям., перен πλα-ταίνω (ά/иег.), φαρδύνω. -
9 острагивать
ρ.δ.βλ. острогать. || πλα-ν ίζομαι. -
10 отстрогать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отстроганный, βρ: -ган, -а, -о.1. πλανίζω.2. αφαιρώ με την πλάνη.3. τελειώνω το πλά-νιαμα. -
11 отшагнуть
ρ.σ. κάνω βήμα πίσωήστο πλά•ι.
См. также в других словарях:
πλά(γ)ι — το 1. πλάγιο μέρος, πλευρά: Έγειρε στο πλάι και κοιμήθηκε. 2. επίρρ. τοπ., πλάι παράπλευρα, κοντά: Καθίσαμε πλάι πλάι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάθουσ' — πλά̱θουσα , πλάθω approach pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλάθω approach pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλάθω approach pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσαι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθει — πλά̱θει , πλάθω approach pres ind mp 2nd sg πλά̱θει , πλάθω approach pres ind act 3rd sg πλά̱θει , πλήθω to be full pres ind mp 2nd sg (doric) πλά̱θει , πλήθω to be full pres ind act 3rd sg (doric) πλά̱θει , πλῆθος great number neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαθεῖσ' — πλᾱθεῖσα , πελάζω approach aor part pass fem nom/voc sg (epic doric aeolic) πλᾱθεῖσι , πελάζω approach aor part pass masc/neut dat pl (epic doric aeolic) πλᾱθεῖσαι , πελάζω approach aor part pass fem nom/voc pl (epic doric aeolic) πλᾱθεῖσι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθουσι — πλά̱θουσι , πλάθω approach pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλάθω approach pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) πλά̱θουσι , πλήθω to be full pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθω — πλά̱θω , πλάθω approach pres subj act 1st sg πλά̱θω , πλάθω approach pres ind act 1st sg πλά̱θω , πλήθω to be full pres subj act 1st sg (doric) πλά̱θω , πλήθω to be full pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλατά — πλᾱτά , πλατός approachable neut nom/voc/acc pl πλᾱτά̱ , πλατός approachable fem nom/voc/acc dual πλᾱτά̱ , πλατός approachable fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγά — πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc/acc dual (doric) πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθειν — πλά̱θειν , πλάθω approach pres inf act (attic epic) πλά̱θειν , πλήθω to be full pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάθεται — πλά̱θεται , πλάθω approach pres ind mp 3rd sg πλά̱θεται , πλήθω to be full pres ind mp 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)